'Χωρίς Ανάσα'   Μιας και οι εξελίξεις τρέχουν ανεβάζω ένα διήγημα για να τις επιταχύνω!





Χωρίς Ανάσα



Τα πόδια μου έχουν βγάλει φτερά. Έχω μπει σε ένα στενό διάδρομο και τρέχω. Τρέχω γρήγορα μα όχι με όλο μου το είναι. Πρέπει να κάνω οικονομία δυνάμεων. Δεν ξέρω που και πότε θα σταματήσω. Ρίχνω μια κλεφτή ματιά πίσω μου. Δεν βλέπω τους διώκτες μου. Μπορεί και να μην τους είδα έτσι επιπόλαια όπως κοίταξα. Αριστερά και δεξιά τοίχος. Γκρίζος με ακανόνιστη επιφάνεια σαν να με προειδοποιεί για τις συνέπειες ενδεχόμενης επαφής. Είναι ζήτημα αν χωράει δεύτερος άνθρωπος. Κάποιος εμφανίζεται απ’ την αντίθετη κατεύθυνση. Προλαβαίνω να καταγράψω: κοπέλα, ηλικία … τριάντα θα ‘ναι; φοράει φόρμα γυμναστικής ροζ, μαλλιά κότσο ξανθά πιθανότατα βαμμένα. Περπατάει χαλαρά. Με κοιτάζει, στενά μάτια, έντονο βλέμμα. Ετοιμάζεται να κάνει στην άκρη. Δεν θα χωρέσουμε αν δεν μαζευτώ και εγώ. Μου χαμογελάει αθώα. Οι πλάτες μας ακουμπούν, ένα αεράκι απ’ το άρωμα της ανακατεύεται με την ιδρωμένη μου αύρα. Τελικά δεν τα καταφέρνω. Χτυπάμε, μπερδεύονται τα πόδια μας και πέφτουμε κάτω. Εγώ με τα μούτρα, εκείνη ανάσκελα. Την πιάνουνε τα γέλια. Θέλω να γελάσω και εγώ μα με κόβει το λαχάνιασμα. Σηκώνομαι για να τη βοηθήσω και τους βλέπω αυτή τη φορά καθαρά. Πλησιάζουν. Οι διώκτες πλησιάζουν. «Συγγνώμη» προφταίνω να της πω και τα πόδια μου επιχειρούν να ξαναπιάσουν ρυθμό. Πιο δύσκολα, αγχωμένα αυτή τη φορά. Πιο γρήγορα. Πρέπει να πάω πιο γρήγορα. Ο τοίχος δίνει τη θέση του σε γυάλινες επιφάνειες. Μαγαζιά, γραφεία; Ένας μικρός λαβύρινθος ανοίγεται μπροστά μου. Βρίσκομαι σε ένα κόμβο. Παίρνω τυχαία την αριστερή κατεύθυνση. Διάδρομος φαρδύς αυτή τη φορά με κόσμο που ψωνίζει, τρώει κάτι στο πόδι, πίνει καφέ, μιλάει. Αρχίζω τα ζιγκ-ζάγκ. Δεν φαίνεται να με προσέχουν. Λίγο θέλω για να συγκρουσθώ και πάλι με κάποιον. Φθάνω στο τέλος. Μπροστά μου κυλιόμενες σκάλες. Κοιτάζω ψηλά και βλέπω 3 ακόμα ορόφους. Ανεβαίνω τις σκάλες δυο δυο και κατευθύνομαι δεξιά. Κοιτάζω κάτω. Τους βλέπω και πάλι. Τώρα με αναζητούν. Γυρίζω το κορμί μου και ανοίγω την γυάλινη πόρτα ενός καταστήματος. Χαμηλός φωτισμός, μπεζ καναπέδες και αναπαυτικές πολυθρόνες, μικρά πλαστικά μαύρα τραπεζάκια. Μουσική μοντέρνα ατμοσφαιρική με απαλές μελωδίες χαλαρωτικές σε σβέλτους ρυθμούς. Σχεδόν γεμάτο, όλοι φαίνεται σαν να κάνουν ησυχία για να διατηρήσουν τον εικονικό χώρο που απλώνει η μουσική αυτή. Η εμφάνιση μου γίνεται αντιληπτή αμέσως. Στάλες απ’ τον ιδρώτα μου δημιουργούν σκούρους λεκέδες στην ανοιχτόχρωμη μοκέτα. Πλησιάζω την μπάρα. Ένας μυώδης νεαρός με εφαρμοστό λευκό μπλουζάκι ετοιμάζει άλλο ένα παγωμένο καφέ για κάποια πελάτισσα. Κάνω να του μιλήσω μα πρέπει να περιμένω λίγο ακόμα, να ησυχάσει η καρδιά μου. «Μήπως μπορείτε να μου πείτε που είναι η τουαλέτα;» τον ρωτάω. Γυρίζει και με κοιτάζει με εκείνο το βλέμμα της απαξίωσης που συχνά συναντάει κανείς σε μαγαζιά κάθε είδους, που σκοπό έχει να σε κάνει να αισθανθείς ότι χάρη σου κάνουν και μπαίνουν στον κόπο να σου μιλήσουν ή να ασχοληθούν μαζί σου. Μου δείχνει βαριεστημένα προς το βάθος του μαγαζιού. Οι τουαλέτες είναι στο υπόγειο. Έχω αρχίσει να ηρεμώ. Κατουράω. Βγαίνω απ’ την καμπίνα και στέκομαι μπροστά στον νιπτήρα. «Εμ βέβαια, όποιος με δει σ’ αυτή την κατάσταση, αναψοκοκκινισμένο, με τα μαλλιά μου αλλού για αλλού θα τρομάξει. Δεν είμαι δα και κανένας όμορφος». Ρίχνω νερό στο πρόσωπο μου και αισθάνομαι τη δροσιά να φτάνει μέχρι τα πόδια μου. Πιτσιλίστηκα. Δεν με ενδιαφέρει. Χρειάζομαι χρόνο για να βάλω κάποια πράγματα στη θέση τους. Δεν προλαβαίνω. Βήματα ακούγονται απ’ τις σκάλες. Κρύβομαι γρήγορα σε μια απ’ τις καμπίνες. Κάποιος βρίσκεται ήδη έξω απ’ την πόρτα μου. Κάνει να την ανοίξει. Δοκιμάζει την επόμενη. Με το που μπαίνει μέσα ανοίγω και πετάγομαι έξω. Ανεβαίνω την στριφογυριστή σκάλα. Στο μαγαζί η ίδια εικόνα.

«Φίλε» μου φωνάζει ο μπάρμαν για να ακουστεί πάνω απ’ την μουσική. Μου κάνει νόημα να πλησιάσω. «Δεν ξέρω τι σου συμβαίνει» μου λέει «πάντως σε ζητάγανε κάτι αντράκια πριν από λίγο. Πρέπει να είναι εδώ γύρω, πρόσεχε άμα βγεις».

«Σε ευχαριστώ» του κάνω. Πλησιάζω τα μεγάλα τζάμια. Κοιτάζω ολόγυρα και αποφασίζω να βγω. Λάθος κίνηση. Ένας απ’ αυτούς με περιμένει στο διπλανό κατάστημα. Μόλις βγαίνω πετάγεται έξω. Ξαναμπαίνω μέσα και τρέχω πάλι προς τις τουαλέτες. Πριν κατέβω τις σκάλες προλαβαίνω να τραβήξω μια πολυθρόνα και να μπλοκάρω την είσοδο. Αυτό θα τον καθυστερήσει λίγο. Κατεβαίνω στο υπόγειο και ψάχνω για έξοδο διαφυγής. Ένα μικρό παράθυρο πάνω από μια λεκάνη στις τουαλέτες γυναικών φαντάζει η μόνη μου σωτηρία. Χωράω; Παίζεται. Δεν έχω άλλη επιλογή. Ξανά βήματα στις σκάλες. Δευτερόλεπτα μένουν. Σφηνώνω. Σπρώχνω και το πουκάμισο μου αρχίζει να σκίζεται. Ο κυνηγός μου με έφτασε. Με πιάνει απ’ τα πόδια και αρχίζει να με τραβάει προς τα μέσα. Γαντζώνομαι απ’ το πλαίσιο του παραθύρου μα η δύναμη του είναι πολύ μεγαλύτερη. Μου ‘ρχεται μια ιδέα. Περιμένω να ζοριστούμε λίγο ακόμα και ξαφνικά αφήνω το πλαίσιο. Φεύγουμε και οι δύο προς τα πίσω. Εκείνος χτυπάει το κεφάλι του στα πλακάκια και δέχεται το μεγαλύτερο βάρος του κορμιού μου στον αυχένα. Δεν έχει χάσει τις αισθήσεις του. Είναι πολύ γεροδεμένος και σε λίγο θα σηκωθεί. Βουτάω τον κάδο απορριμμάτων και τον  κατεβάζω στο σβέρκο του με φόρα. Είναι πια αναίσθητος. Σαστίζω. Πολυτέλεια της στιγμής. Το μυαλό μου καθαρίζει και πάλι. Επιχειρώ να ξαναπεράσω απ’ το παράθυρο αυτή τη φορά περνώντας πρώτα τα πόδια και τα καταφέρνω. Προσγειώνομαι δυο μέτρα πιο κάτω σε ένα ακάλυπτο χώρο. Γύρω γύρω πόρτες με ένα παραθυράκι στην κορυφή τους. Ίσως και να είμαι ασφαλής για λίγη ώρα εδώ. Αλλά πόση; Διαλέγω μια πόρτα στην τύχη. Ανοίγει εύκολα σαν κάποιος να με περίμενε. Βρίσκομαι στον προθάλαμο μιας μεγάλης κουζίνας με ασπροντυμένα άτομα να πηγαινοέρχονται και ένα συνονθύλευμα από μυρωδιές να βγαίνει από πολυάριθμες κατσαρόλες και να γαργαλάει ευχάριστα την μύτη μου. Εστιατόριο. Αρπάζω μια άσπρη ποδιά απ’ αυτές που κρέμονται σε ένα ταλαιπωρημένο καλόγηρο δίπλα μου και προχωρώ με άσχετο ύφος στο εσωτερικό. Δυο νησίδες με απλωμένα ζαρζαβατικά, εστίες που θερμαίνουν τηγάνια στρόγγυλα, τετράγωνα, μικρά, μεγάλα. Μαχαίρια απλωμένα, σπάτουλες, κουτάλες. Θόρυβος. Άχνα. Κεντρικός απορροφητήρας.

«Δε μου λες, εσύ τι κάθεσαι και χαζεύεις;» μου λέει κάποιος και μου δίνει μια σκουντιά. Γυρίζω και βλέπω ένα κοντουλό τύπο προχωρημένης ηλικίας που θα μπορούσε να είναι ο αρχιμάγειρας. «Πάρε αυτή την παραγγελία στο τέσσερα και σβέλτα». Μου δίνει ένα τεράστιο πιάτο με κάτι συρρικνωμένο  στο κέντρο που μοιάζει με κρέας γαρνιρισμένο με μια πράσινη σάλτσα και λίγο ρύζι. Γύρευε πόσο θα ‘χει αυτό σκέφτομαι. Οι αναδιπλούμενες πόρτες υποχωρούν προς τα έξω ενώ το βλέμμα μου ήδη ψάχνει σε όλα τα σημεία της αίθουσας για ανεπιθύμητες παρουσίες. Το μέρος είναι μεγαλούτσικο και τα τραπέζια σε αρκετά κοντινή απόσταση μεταξύ τους δεν φαίνεται ν’ αφήνουν πολύ χώρο για τους σερβιτόρους να περάσουνε. Αφηρημένος προχωράω προς το κέντρο για να ‘χω καλύτερη οπτική. Καμιά γνωστή φυσιογνωμία. Δέχομαι και πάλι μια σκουντιά. «Πήγαινε το φαί στο τέσσερα γιατί δεν σε βλέπω να συνεχίζεις για πολύ εδώ». Ήταν μια σερβιτόρα αυτή τη φορά που με ενεργοποίησε. Και ποιο τραπέζι ήταν το νούμερο τέσσερα; Βλέπω μια κυρία να σηκώνει το χέρι της κάνοντας μου νόημα. Πλησιάζω στο τραπέζι της και αφήνω το πιάτο μπροστά της.

«Τι είναι αυτό;» με ρωτάει.

«Το πιάτο που παραγγείλατε» της απαντάω.

«Μα έχω τελειώσει το φαγητό. Σας έκανα νόημα για να μου φέρετε τον κατάλογο με τα επιδόρπια».

«Α, μάλιστα. Συγγνώμη, λάθος μου». Γυρίζω απότομα για να φύγω έχοντας το πιάτο στα χέρια μου και κουτουλάω με την σερβιτόρα που μου είχε μιλήσει πιο πριν. Προφανώς έσπευσε να με αποτρέψει απ’ την γκάφα που μόλις είχα κάνει. Τρία καρέ απ’ το ‘Πάρτυ’ με τον Πήτερ Σέλερς θυμίζει η επόμενη σκηνή καθώς αμφότεροι αποχαιρετάμε τα πιάτα που κρατούσαμε. Εκείνη φεύγει προς τα πίσω και προσγειώνεται σε ένα τραπέζι. Το δε κρέας με το ρύζι και την πράσινη σάλτσα που μέχρι πριν λίγο βρισκόταν στο κέντρο του πιάτου μου, μεταμφιέζει έναν καθώς πρέπει κύριο σε αποτυχημένο κλόουν που έμεινε να κοιτάζει την κατά πολλά χρόνια νεώτερη συνοδό του αγκαλιά με το ατσούμπαλο σώμα μου. Σηκώνομαι, βγάζω με μια κίνηση την άσπρη ποδιά και φεύγω απ’ το εστιατόριο. Απέναντι δρόμος και ένας ψηλός πέτρινος φράχτης κατά μήκος του πεζοδρομίου. Ελέγχω και τις δυο κατευθύνσεις. Περπατάω ανοίγοντας τα πόδια μου όσο μπορώ. Το παντελόνι δεν με βοηθάει, είναι αρκετά φαρδύ και μου πέφτει. Στρίβω δεξιά στην πρώτη γωνία. Ο φράχτης συνεχίζει. Αυτοκίνητα περνάνε από δίπλα μου. Θόρυβος  και μια δυνατή γνώριμη φωνή. Δεν χρειάζεται να κοιτάξω πίσω. Τρέχω και πάλι. Επιταχύνω. Ο φράχτης με ακολουθεί σαν να μου κάνει παρέα. Ένα μαύρο αυτοκίνητο με προσπερνάει και σταματάει απότομα ούτε δυο μέτρα μπροστά μου ανεβαίνοντας στο πεζοδρόμιο. Η πόρτα ανοίγει μα έχω ήδη γυρίσει την πλάτη και τρέχω προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ο οδηγός έχει πιαστεί στα χέρια με τους επιβάτες ενός οχήματος που σταμάτησε κι αυτό βίαια από πίσω τους. Στρίβω αριστερά, απέναντι βλέπω και πάλι το εστιατόριο. Συνεχίζω κατά μήκος του φράχτη. Ο συνοδηγός, ο τύπος που με κυνηγάει, αρχίζει να κερδίζει έδαφος. Δεν ξέρω αν έχει όπλο μα υπάρχει κόσμος αυτή την ώρα στους δρόμους. Είναι απόγευμα. Δεν θέλω να σκέφτομαι την πιθανότητα να με πυροβολήσει. Μπροστά μου ‘σέρνεται’ ένα ζευγάρι αγκαλιασμένοι. Ο άντρας σταματάει την κοπέλα και ετοιμάζεται να την φιλήσει όντας ανύποπτος για την φιγούρα που έρχεται καταπάνω του. Πέφτω πάνω σε εκείνη, την ρίχνω κάτω, πέφτω και εγώ. Ο άντρας προσπαθεί να με τραβήξει από πάνω της βρίζοντας. Μαζεύεται κόσμος. Ο διώκτης μου προσπαθεί να χωθεί ανάμεσα τους για να με πιάσει. Σπρώχνω με όλη μου την δύναμη ένα νεαρό που έχει μπει στη μέση για να μας χωρίσει. Μπουρδουκλώνονται διάφορα άτομα, μαζί τους και ο διώκτης. Το σκάω για άλλη μια φορά. Στρίβω στην επόμενη γωνία αριστερά με τον φράχτη πάντα δίπλα μου. Περνάω την κεντρική πύλη ενός μεγαλοπρεπέστατου οικήματος. Είναι ένα δίπατο νεοκλασικό σπίτι με ένα τεράστιο κήπο και αυτό τον φράχτη που με συντροφεύει να το ορίζει και να το διαχωρίζει απ’ τα υπόλοιπα. Πιο κάτω μια μικρή σιδερένια πόρτα σπάει την συνέχεια. Δοκιμάζω να ανοίξω. Είναι ξεκλείδωτη. Η τύχη φαίνεται να είναι με το μέρος μου. Σπρώχνω και έπειτα κλειδώνω με το κλειδί που βρίσκω πάνω στην κλειδαριά γιατί από δω θα μπορούσε να μπει και ο ανεπιθύμητος. Είμαι στον κήπο του μεγάλου αυτού σπιτιού. Για να είναι ανοικτή η πορτούλα κάποιος ή κάποια ασχολείται με κάτι εδώ γύρω. Μπορεί να είναι ο κηπουρός. Η φασαρία απ’ τον δρόμο αρχίζει να υποχωρεί καθώς ξεμακραίνω απ’ το σημείο που μπήκα. Το ψηλό γρασίδι είναι νοτισμένο και δροσίζει ευχάριστα τα παντζάκια  μου. Δεξιά μου διακρίνω δυο φοίνικες που είμαι βέβαιος πως θα προτιμούσαν να είχαν αναπτυχθεί σε θερμότερα κλίματα μιας και το ύψος τους κάθε άλλο παρά μεγάλο θα το ‘λεγες. Κοντά τους ένα παρτέρι με καλοφροντισμένα λουλούδια που μοιάζουν σαν ψεύτικα. Στ’ αριστερά υπάρχει μια μεγάλη κούνια με αναπαυτικά πράσινα μαξιλάρια, λίγο πιο πέρα καρέκλες και δυο τραπεζάκια από μπαμπού κάτω από μια μεγάλη κίτρινη τέντα. Για την ώρα κανείς δεν κινείται. Προχωράω αργά προς την είσοδο ψάχνοντας στο μυαλό μου μια καλή δικαιολογία. Η πόρτα ανοίγει και μια γυναίκα εμφανίζεται.

«Παρακαλώ;» με ρωτάει. Την παρατηρώ καλύτερα. Φοράει ροζ φόρμα γυμναστικής, τα μαλλιά της είναι ξανθά πιασμένα σε κότσο. Μου χαμογελάει. Η αμηχανία μου δεν μ’ αφήνει ακόμα να μιλήσω. Είναι η κοπέλα με την οποία είχα συγκρουστεί λίγη ώρα πριν στον στενό διάδρομο με τους γκρίζους τοίχους.

«Καλά, πως με βρήκες;» μου λέει έκπληκτη.

«Τυχαία. Εντελώς. Περνούσα απέξω και θαύμαζα αυτή την έπαυλη. Και έτσι ενθουσιώδης και αυθόρμητος όπως είμαι είπα να μπω να δώσω συγχαρητήρια στον ιδιοκτήτη». Η κοπέλα με κοιτάζει και χαμογελάει πάλι.

«Κοίτα, θα πίστευα αυτά που μου λες αν και εσύ με τη σειρά σου πιστεύεις ότι απευθύνεσαι στην ιδιοκτήτρια αυτού του σπιτιού. Επειδή δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα άσε να ξεκινήσω εγώ με τις αλήθειες και συνεχίζεις και εσύ. Αν μπορείς βέβαια. Φροντίζω το σπίτι μαζί με το υπόλοιπο προσωπικό και είμαι συνήθως εκείνη που αναλαμβάνει να βρίσκεται εδώ όταν οι ιδιοκτήτες λείπουν για ταξίδι. Καλή ώρα όπως τώρα».

«Και αφήνεις έτσι τις πόρτες ανοιχτές; Δεν φοβάσαι;» της λέω.

«Η αλήθεια είναι πως ήμουν πολύ χαλαρή σήμερα το πρωί. Πήγα για ψώνια, γύρισα και τώρα σκεφτόμουν να κάτσω εδώ έξω χωρίς να κάνω τίποτα. Ετοιμαζόμουν να φέρω κάτι ρούχα απ’ το αμάξι. Πάντως το σπίτι είναι γεμάτο κάμερες και κυκλώματα ασφαλείας. Μια φωνή να βάλω σε δυο λεπτά θα μαζευτούν τόσοι μπάτσοι όσοι δεν μαζεύονται στις διαδηλώσεις».

«Δια βοής λειτουργεί το σύστημα;» της λέω αστειευόμενος.

«Σχεδόν. Πες μου λοιπόν την ιστορία σου και θα κερδίσεις πολύτιμο χρόνο. Δεν είμαι και τόσο χαζή. Πριν που έπεσε ο ένας πάνω στον άλλο κατάλαβα πως σε κυνηγάνε. Έτσι δεν είναι; Εκτός αν σ’ αρέσει να τρέχεις ντυμένος με πουκάμισο, παντελόνι και στυλάτο παπούτσι για να κάνεις την γυμναστική σου.... Μήπως είσαι κανένας εκκεντρικός πλούσιος σαν κι αυτούς που μένουν εδώ τριγύρω;»

 «Αν μου υποσχεθείς ότι δεν θ’ ανοίξεις σε κανένα θα σου πω» της λέω.

«Σύμφωνοι» μου κάνει, «το όνομα μου είναι Λία, εσένα;».

«Θύμιο με λένε. Πριν από 5 μέρες λοιπόν, ήρθαν και μου χτύπησαν την πόρτα ξημερώματα κάτι γείτονες. Σε χρειάζονται επειγόντως μου είπαν. Έφεραν ένα παλικάρι και είναι άσχημα. Έριξα κάτι πάνω μου και έτρεξα με την τσίμπλα στο μάτι μέχρι το ιατρείο. Έκανα το αγροτικό μου στην Αστυπάλαια εδώ και 4 μήνες και ήταν η πρώτη φορά που θα αντιμετώπιζα μια σοβαρή κατάσταση. Μέχρι τότε μονάχα κάτι μικροτραυματισμοί από τροχαία και ιώσεις. Οι νησιώτες είναι σκληρά καρύδια. Ευτυχώς γι αυτούς γιατί με τέτοια υποδομή. Τέλος πάντων, ας μη μακρηγορώ. Φθάνοντας εκεί βρήκα απέξω δυο άντρες να κρατάνε ένα αιμόφυρτο νεαρό. ‘Τι έχουμε;’ τους ρώτησα. ‘Τόση ώρα τον έχετε και περιμένει όρθιος;’ Πρόσθεσα πριν προλάβουν να μιλήσουν. Μπήκαμε μέσα και τον βάλαμε να ξαπλώσει ανάσκελα. ‘Με πυροβόλησαν’ μου είπε εκείνος με κόπο. Είχε δεχθεί σφαίρες στην κοιλιά. Πρέπει να ειδοποιήσουμε για άμεση αεροδιακομιδή τους είπα. Αυτό το περιστατικό δεν αντιμετωπίζεται στο ιατρείο μας. Οι τύποι δεν ήθελαν να ακούσουν κουβέντα. Ο νεαρός θα έμενε εκεί και εγώ θα του έσωζα την ζωή. Τώρα ή πολλές ταινίες είχαν δει ή ήταν εντελώς βλάκες. Άρχισαν να με απειλούν. Φαντάζεσαι πόσο εφιαλτικό για μένα ήταν το σενάριο να επιχειρήσω μια επέμβαση χωρίς προηγούμενη εμπειρία και τα κατάλληλα μέσα; Έβλεπα τον μικρό να σβήνει σιγά σιγά και τους παρακάλεσα και πάλι να καλέσουμε ένα ελικόπτερο γιατί αλλιώς πολύ σύντομα θα έχανε τη ζωή του».

«Και τι έγινε; Του ‘βγαλες τις σφαίρες επιτόπου;» με ρώτησε.

«Τι άλλο να ‘κανα. Δεν μου άφησαν περιθώριο. Έπειτα με έδιωξαν κακήν κακώς απ’ το ιατρείο και λίγο αργότερα ήρθε ένα μεγάλο φουσκωτό στο λιμάνι, σαν κι αυτά που χρησιμοποιούν οι πειρατές στον Ειρηνικό και τον πήρε. Ο τύπος δεν ήταν όποιος κι όποιος. Υπήρχε κόσμος από πίσω που έτρεχε για αυτόν. Πέρασαν τρεις μέρες και χθες το μεσημέρι την ώρα που επέστρεφα στο δωμάτιο που έμενα για να αλλάξω ρούχα και να κάνω ένα μπάνιο βρήκα την πόρτα ορθάνοιχτη. Δεν έδωσα σημασία. Θα μπορούσε να είχε μπει και η νοικάρισσα η οποία συνήθιζε να μου φέρνει καλούδια γιατί με συμπαθούσε. Με το που μπήκα όρμησαν από πίσω μου και με κοίμισαν με ένα μαντήλι που μου έσπρωξαν στη μύτη. Όταν ξύπνησα βρισκόμουν σε ένα άγνωστο μεγάλο χώρο με λιγοστό φωτισμό και πολύ υγρασία. Με είχαν αφήσει κατάχαμα στο τσιμεντένιο δάπεδο. Κοίταξα τριγύρω και το μόνο που υπήρχε ήταν μια λευκή πλαστική καρέκλα. Στην μια άκρη του μακρόστενου κτιρίου που έμοιαζε με τεράστια αποθήκη δέσποζε μια συρόμενη λαμαρινένια γκαραζόπορτα. Πέρασαν αρκετές ώρες δίχως να εμφανιστεί κάποιος. Η δίψα και η πείνα μου έκαναν παρέα μέχρι αργά το πρωί. Σηκώθηκα πιασμένος απ’ την καρέκλα όπου είχα καταφέρει να κοιμηθώ 2 ωρίτσες και προσπάθησα να προστατέψω τα μάτια μου απ’ το έντονο λευκό φως που γλίστρησε σιγά σιγά μέσα, μέχρι το σημείο που είχα σταθεί καθώς άνοιγε μηχανικά η γκαραζόπορτα. Τρεις φιγούρες με πλησίασαν. Πριν προλάβω καλά καλά να δω τα χαρακτηριστικά τους μου έδεσαν τα μάτια και τα χέρια και με έβαλαν μέσα σε ένα αυτοκίνητο. Οι δυο έκατσαν πίσω μαζί μου. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής δεν έβγαλε κανείς άχνα. Το μόνο που μπορούσα να ακούσω απ’ το καλά μονωμένο εσωτερικό του αμαξιού ήταν το κλιματιστικό που δούλευε υπερωρίες. Ήταν τόσο δυνατό που αναρωτιόμουν πώς και οι ίδιοι δεν είχαν παγώσει. Ευτυχώς η απόσταση που διανύσαμε δεν ήταν μεγάλη. Θα πρέπει να είχε περάσει γύρω στη μισή ώρα όταν σταματήσαμε κάπου και ένας απ’ αυτούς μου μίλησε. «Αν θες να φανείς έξυπνος σου προτείνω να μην τολμήσεις να φωνάξεις ή να αντισταθείς. Θα βρεθούμε για λίγο ανάμεσα σε κόσμο. Θα σου λύσουμε τα χέρια και τα μάτια. Από αυτό το σημείο και έπειτα δεν υπάρχει επιστροφή. Το αφεντικό μου ζήτησε να σε δει και να μάθει λεπτομέρειες για εκείνο το βράδυ στο νησί που ανέλαβες να σώσεις το γιό του. Επειδή μπορεί να μην το έμαθες, το παιδί πέθανε. Πρέπει να τον διαβεβαιώσεις ότι δεν θα μιλήσεις πουθενά γι αυτό το περιστατικό αλλά και να του εξηγήσεις τι ακριβώς συνέβη και δεν τα κατάφερες. Αλλιώς μπορείς να θεωρείς τον εαυτό σου από τώρα νεκρό. Δεν τα ‘χει βάλει μαζί σου, πιστεύει πως υπάρχει κάποια προδοσία και εσύ μπορεί να είσαι αυτός που θα τον βοηθήσει». Δεν μιλούσα. Αισθανόμουν σαν ήμουν μέσα σε ένα όνειρο. Τι σχέση έχω εγώ μ’ όλα αυτά. Γιατρός ήθελα να γίνω. Να ασχοληθώ με την επιστήμη μου. Να βοηθήσω ανθρώπους. Και ήρθαν αυτοί και μέσα σε μια νύχτα και μου έκαναν τη ζωή ένα αδιέξοδο. Οργή. Με κατέλαβε οργή. Έπρεπε να αντιδράσω και ας με καθαρίζανε. Με το που με έβγαλαν απ’ το αυτοκίνητο και με έλυσαν το ‘σκασα.

«Έτσι απλά;» μου λέει η Λία.

«Απλό σου φαίνεται εσένα; Άρχισα να τρέχω. Στο δρόμο. Τι θα έκαναν; Θα με πυροβολούσαν; Δεν με ενδιέφερε εκείνη τη στιγμή. Δυο έτρεχαν ξοπίσω μου και ο άλλος μπήκε στο αυτοκίνητο προφανώς για να μου βγει από κάπου και να με μπλοκάρουν. Την περιοχή δεν την γνωρίζω. Έστριψα δεξιά σ’ αυτόν τον στενό διάδρομο που με συνάντησες εσύ. Από εκείνη τη στιγμή τρέχω, μπαίνω σε μαγαζιά, βγαίνω και προσπαθώ να ξεφύγω».

Η Λία με κοιτάζει στα μάτια.  «Κοίτα μπορώ να σε βοηθήσω αν θέλεις. Μείνε απόψε εδώ, δεν πρόκειται να μας ενοχλήσει κανείς και το πρωί βλέπουμε».

«Και οι ιδιοκτήτες;» την ρωτάω.

«Επιστρέφουν την άλλη βδομάδα Θύμιο. Ηρέμησε. Έχει ζεστό νερό μέσα, θέλεις να κάνεις ένα μπάνιο; Μπορώ να σου δώσω ρούχα απ’ το υπηρετικό προσωπικό».

«Θα με ντύσεις γκαρσόνι λοιπόν;» της λέω και χαμογελάω.

«Γιατί όχι» μου απαντάει. Ακούγεται ένα κουδούνισμα. Σηκώνεται και κατευθύνεται προς το σπίτι. «Να με συγχωρείς, αλλά πρέπει να απαντήσω, δεν θα αργήσω. Μετά θα σε ξεναγήσω σ’ αυτό το αριστούργημα». Μου χαμογελάει. Μα τι διάβολο χάθηκαν τα ασύρματα; σκέφτομαι. Αφήνω ένα με δυο λεπτά και μπαίνω και εγώ προσέχοντας να μην κάνω θόρυβο απ’ την κεντρική πόρτα. Μπροστά μου βλέπω μια μεγάλη μαρμάρινη σκάλα που οδηγεί στον πάνω όροφο. Απ’ την οροφή κατεβαίνει ένας μικρός κρυστάλλινος πολυέλαιος. Δεξιά και αριστερά υπάρχουν ομοιώματα αρχαίων αγαλμάτων. Κιτς. Στ’ αριστερά βρίσκω το σαλόνι. Η δίφυλλη πόρτα είναι κατά το ήμισυ ανοικτή. Βλέπω την πλάτη της Λίας. «Ναι, είμαι σίγουρη. Ήρθε πριν από ένα τέταρτο περίπου. Ο άνθρωπος σας είναι στον κήπο αυτή τη στιγμή». Δεν πρόκειται να κάτσω ν’ ακούσω την υπόλοιπη συνομιλία. Τρέχω. Φθάνω στην μικρή πορτούλα απ’ την οποία είχα μπει πριν από λίγο. Γυρνάω το κλειδί και ανοίγω. Βγάζω το κεφάλι μου κοιτάζω δεξιά, μετά αριστερά. Φεύγω απ’ το στόμα του λύκου. Τρέχω και πάλι. Συνεχίζω και ελπίζω ότι κάποια στιγμή θα ξεφύγω και θα σταματήσω να ζω χωρίς ανάσα. . . . .


Τέλος

Σπύρος Γλύκας  2012

Σχόλια