'Ντο Δίεση' Η μουσική και η μούσα της






Ντο Δίεση





«Ντο δίεση. Ντο δίεση………. Ντο δίεση. Είναι ντροπή». Το κάλυμμα των πλήκτρων κλείνει ερμητικά. Η αίθουσα είναι άδεια. Κανείς δεν διαμαρτύρεται για τον θόρυβο. Οι καρέκλες δέχονται ηδονικά την ηχώ που προκαλεί το σούρσιμο του σκαμνιού. Η Σοφία βρίσκεται όρθια μπροστά στο πιάνο, τα μικρά της γυαλάκια έχουν γλιστρήσει στην άκρη της ιδρωμένης της μύτης και ετοιμάζεται να φωνάξει. Μα δεν θα το κάνει. Φωνάζει μόνο όταν παίζει. Οι νότες της μιλάνε την μουγκή της οργή ή την βουβή της χαρά. Από μικρό κορίτσι η δασκάλα της μουσικής την μπόλιαζε με γερμανική πειθαρχία και τευτονική εσωτερικότητα. Και έφθασε μεγαλοκοπέλα δίχως να έχει γευτεί τον έρωτα. Το χρώμα της μουσικής όμως το είχε μέσα της, το ένοιωθε να φεύγει κάποιες φορές απ’ τα άκρα της και να ξεχύνεται στο παλιό ωδείο. Σήμερα όμως δεν άντεχε άλλο. Μελετούσε αυτή τη σονάτα εδώ και καιρό. Θα έπαιζε επιτέλους σε μια μεγάλη συναυλία με νέους ερμηνευτές μα υπήρχε ένα σημείο στην παρτιτούρα που της προκαλούσε σύγχυση. Ένα Ντο που το έπαιζε Ντο δίεση. Το τέμπο δεν ήταν πολύ γρήγορο, η τεχνική της μπορούσε άνετα να το αντιμετωπίσει. Κι όμως. Κάθε φορά που πλησίαζε το σημείο εκείνο, το μυαλό της έδινε λάθος εντολή και το δάχτυλο της γλίστραγε με χάρη πάνω στη μαύρη δίεση. Mα και τι δεν είχε προσπαθήσει. Έπαιζε τα μέτρα που γειτνίαζαν με το επίμαχο ημιτόνιο σε διάφορες ταχύτητες, τα είχε αποστηθίσει. Σε όλες τις ασκήσεις που έκανε ακόμα και με κλειστά μάτια, η νότα καθόταν σωστά στο χέρι της σαν να την κορόιδευε. Μόλις ξεκίναγε όμως να παίξει ολόκληρη τη σονάτα βέβαιη πως αυτή τη φορά θα τα καταφέρει, πατούσε με εκνευριστική σιγουριά αυτό το καταραμένο το Ντο δίεση και τα νεύρα της λίγο απείχαν απ’ το να γίνουν ένα με τα μακριά απείθαρχα και αιωνίως μπλεγμένα μαλλιά της.

«Είναι απόγευμα Σοφία. Τέλος. Δεν είπαμε πως σήμερα θα ‘ρθεις απ’ το σπίτι που έχω κόσμο;» της έλεγε εμφατικά η φίλη της η Μάρω στο κινητό τηλέφωνο λίγα λεπτά αφότου άφησε πίσω της το κτίριο που είχε γίνει το δεύτερο σπίτι της, για να κατευθυνθεί προς το καφέ που συνήθιζε να κάθεται τ’ απόγευμα, να ξεκουραστεί και να επανέλθει δριμύτερη στην μελέτη της. Ήταν κι αυτή η πρόσκληση λοιπόν. Η Μάρω δεν έπαιρνε από λόγια. Ένας εντελώς διαφορετικός άνθρωπος απ’ τη Σοφία, κοινωνική με έντονη ερωτική ζωή, προσπαθούσε εδώ και καιρό να ξεκολλήσει την παιδική της φίλη απ’ την μουσική της φυλακή και να της αποκαλύψει την άλλη όψη του κόσμου. Χωρίς πεντάγραμμα, καθορισμένες χρονικές αξίες και ατελείωτες επαναλήψεις. Λίγη σχέση είχε με όλα αυτά. Με την Σοφία έπαιζαν δίπλα δίπλα φλογέρα στην παιδική ορχήστρα του δημοτικού σχολείου στο Γαλάτσι. Οι μανάδες τους έγιναν και αυτές καλές φίλες εξ αιτίας τους. Μεγαλώνοντας όμως η Μάρω ασχολήθηκε με τα αγόρια και όχι με τα μουσικά όργανα. Σπούδασε θετικές επιστήμες και έφυγε για την Γαλλία αφήνοντας ένα κενό στην ζωή της Σοφίας που δεν μπόρεσαν να καλύψουν οι συναναστροφές του ωδείου.  Επιστρέφοντας αναζήτησε την παλιά της φίλη και την βρήκε περίπου όπως την είχε αφήσει. Πασχίζοντας να βρει μια θέση σαν καθηγήτρια σε ένα σχολείο της προκοπής και κατά πάσα πιθανότητα ….. παρθένα! Αυτό λοιπόν έπρεπε τουλάχιστον να αλλάξει, ας κράταγε την μουσική μα ας έχανε επιτέλους αυτό τον άχρηστο σύνδεσμο με το εφηβικό παρελθόν. Ωστόσο δεν θα ήταν εύκολο. Ακούγοντας απ’ την άλλη μεριά της γραμμής την τσιριχτή φωνή της αγαπημένης της συμμαθήτριας, η Σοφία σκεπτόταν ήδη με ποια δικαιολογία να αποφύγει το αποψινό τους ραντεβού.

«Αχ, είμαι πολύ κουρασμένη. Δεν πρόκειται να παίξω άλλο μην ανησυχείς, αλλά δεν είμαι και για πολλά. Παθαίνουν κράμπες τα χέρια μου. Χρειάζομαι ένα ζεστό μπάνιο και μια ωραία σούπα με κρεμμύδι, λίγη τηλεόραση και μετά..»

«Και μετά ύπνο. Ξέρω». Η Μάρω δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα γελάκι που της ξέφυγε ακούγοντας την διατροφική επιθυμία της φιλενάδας της. «Μα τούτη τη φορά θα ‘ρθεις για χάρη μου. Θα το κάνεις για τη φίλη σου. Το σπίτι μου δεν το έχεις δει και στο τέλος θα παρεξηγηθώ. Θα γνωρίσεις κόσμο, άντρες. Θυμάσαι; Το άλλο φύλλο που λέγαμε;». Οι συνεχείς αναφορές της για τις ευεργετικές ιδιότητες της αρσενικής συντροφιάς είχαν τα αντίθετα αποτελέσματα στην διάθεση της Σοφίας. Περισσότερο την τρομοκρατούσαν παρά της έδιναν κίνητρο για να αποφασίσει τελικά να βρεθεί στο πολύβουο περιβάλλον της Μάρως.

«Μα δεν θα γνωρίζω κανένα. Άστο καλύτερα, με ξέρεις».

«Αυτό άφησε το σε μένα. Έτσι κι αλλιώς θα είμαστε όλο το βράδυ παρέα. Δεν μου γλυτώνεις. Έλα και αν δεν σ’ αρέσει σηκώνεσαι και φεύγεις. Α, και μην κουμπωθείς μέχρι απάνω. Εικοσιπέντε βαθμούς έχουμε και απ’ ότι φαίνεται θα ανέβει κι άλλο αργότερα».

«Που στην ταράτσα;» ρώτησε με αφέλεια η Σοφία.

Το διαμέρισμα όπου διέμενε η Μάρω ήταν ένα ρετιρέ στον πέμπτο όροφο μιας παλιάς πολυκατοικίας στην Διονυσίου Αρεοπαγίτου και η θέα που αντίκριζε κανείς απ’ το μεγάλο του μπαλκόνι ήταν αρκετή για να αφήσει πίσω του την πεζή καθημερινότητα και με την χαλαρωτική επίδραση του αλκοόλ να προφασιστεί πως βρίσκεται σε ονειρικές διακοπές. Ακόμα και η αδιέξοδη πραγματικότητα που είχε αλώσει ένα μεγάλο κομμάτι απ’ την πνευματική ισορροπία της Σοφίας, φάνηκε να υποχωρεί στη θέα του επιβλητικά φωτισμένου αρχαίου χώρου. Το σπίτι ήταν άδειο. Είχε φθάσει πρώτη με σκοπό να αποχωρήσει καθώς η νύχτα θα προχωρούσε και το κοπάδι των επίδοξων εραστών θα επιδίδονταν σε διονυσιακές αναζητήσεις, δίχως βέβαια να λαμβάνει υπ’ όψη του την παρουσία της. Ναι, δεν πίστευε πως θα γυρνούσε να ασχοληθεί κανείς μαζί της. Άλλωστε κι αυτοί που μέχρι τώρα το είχαν κάνει  είχαν γευτεί την απόρριψη γι αυτόν ακριβώς τον λόγο. Η Σοφία ντρεπόταν που είχε καλύψει τα δύο τρίτα της τρίτης δεκαετίας της χωρίς έστω και μια μικρή γεύση απ’ την αρσενική ταυτότητα που επικρατούσε καθολικά στους αγαπημένους της συνθέτες. Ντρεπόταν τους άλλους. Όχι τον εαυτό της.

«Την μουσική την λατρεύω. Δεν μπορείς να το καταλάβεις αν δεν το βιώσεις. Δεν αισθάνομαι πως μου λείπει κάτι γιατί ο σκοπός μου είναι να την υπηρετώ. Ζούμε μαζί εδώ και είκοσι χρόνια και αισθάνομαι ότι έχουμε ακόμα πολλά να πούμε. Καταλαβαίνω πως αυτή η σχέση μπορεί να φαντάζει αφύσικη».

Η Μάρω πρόσφερε ένα ποτήρι κρύο λευκό κρασί στην φίλη της. «Δεν φαντάζει αφύσικη. Αυτό το πάθος όμως που έχεις εσύ με τις νότες θα μπορούσα να το κατανοήσω καλύτερα αν το διοχέτευες σε ένα έρωτα, σε μια σχέση. Δεν επιθυμείς να γνωρίσεις κι αυτή την πλευρά της ζωής; Έχεις σκεφθεί πως πολλές απ’ τις συνθέσεις που έχουν γραφτεί είναι εμπνευσμένες απ’ τη χημεία που προκαλεί η ένωση των δύο φύλων;».

Η ερώτηση έμεινε κάπου εκεί να αιωρείται, καθώς ένα ηλεκτρονικό κουδούνισμα διέκοψε την κουβέντα τους. Με μια παιδική τρεχάλα και με το αντίστοιχο γλίστρημα στο γυαλιστερό παρκέ, η Μάρω έφθασε γεμάτη περιέργεια και προσμονή στην πόρτα. Μερικά λεπτά αργότερα διέκοπτε τις σκέψεις της φίλης της παρουσιάζοντας τον πρώτο καλεσμένο.

«Να σου γνωρίσω την φίλη μου την Σοφία. Απ’ το σχολείο. Είναι μουσικός». Η Σοφία σαστισμένη απάντησε στον πληθυντικό.

«Χαίρω πολύ, τι κάνετε;».

«Πολύ καλά ευχαριστώ. Νίκος» της είπε χαμογελώντας. Το κουδούνι ήχησε και πάλι και η ‘σανίδα σωτηρίας’ έφυγε ξανά σαν βολίδα για να ανοίξει την πόρτα.

«Παιδική φίλη της Μάρως ε; Μα πως την αντέχετε τόσα χρόνια; Αυτή η γυναίκα δεν μαζεύεται με τίποτα». Ο Νίκος ήταν να μην πάρει μπρος. Πέρασε γρήγορα στον ενικό, ανέλυσε τη γνωριμία του με την Μάρω και άρχισε να μιλάει για πρόσωπα και πράγματα απ’ το περιβάλλον του λες και η κοπέλα που βρισκόταν ενώπιον του, ήταν μια ακόμα γνωστή που όφειλε να γνωρίζει τα πάντα για κείνον. Η Σοφία δεν μπορούσε να παρακολουθήσει τον όγκο των πληροφοριών που έρεαν από το μεγάλο στόμα του συνομιλητή της. Δεν ήταν κάτι που την ενοχλούσε. Τον έβρισκε ενδιαφέρον χωρίς να καταλαβαίνει γιατί. Κοντός ήταν, γεματούλης ήταν. Δεν θα τον έλεγες και άσχημο βέβαια, μα δεν ήταν και του γούστου της εμφανισιακά. Φορούσε ένα έντονο πορτοκαλί πουκάμισο και ένα χακί παντελόνι. Είχε κοντό αλλά σγουρό μαλλί και μεγάλα πράσινα μάτια. Και μιλούσε, και μιλούσε. Για την δουλειά του, ήταν αρχιτέκτων, για την μουσική, για την πολιτική, για τις διακοπές που σχεδίαζε να κάνει το καλοκαίρι, ώσπου εκεί που το δεύτερο ποτήρι κρασί άρχισε να λύνει και την δική της την γλώσσα, ήρθε μια ψηλή εντυπωσιακή γυναίκα να τον αρπάξει απ’ το μπράτσο και να τον στροβιλίσει επιδέξια στο άνοιγμα που είχε δημιουργηθεί απ’ αυτούς που χόρευαν φωνάζοντας υστερικά το όνομα του. Το θέαμα ήταν και ολίγον κωμικό. Εκείνη ένα κεφάλι πιο ψηλά απ’ τον παρτενέρ της, με βλέμμα απειλούμενου προς εξαφάνιση αιλουροειδούς και εκείνος να πασχίζει να διατηρήσει την ισορροπία του ακολουθώντας τα βήματα της Μπόσα Νόβα, κρατώντας την με το ένα χέρι σφικτά απ’ τη μέση, έχοντας στο άλλο το μισοτελειωμένο του ποτό. Η Σοφία κάθισε σε μια καρέκλα διότι ζαλιζότανε. Κάποια στιγμή ο Νίκος την πλησίασε και της ζήτησε να χορέψουνε.

«Ποια ήταν αυτή;» του αντιγύρισε με ένα παιδικό θυμό.

«Μια φίλη, ήμασταν μαζί στο εξωτερικό όταν έκανα το μεταπτυχιακό, μα τι σημασία έχει; Έλα να διασκεδάσουμε».

«Δεν μπορώ, ζαλίζομαι» του είπε με πείσμα. Ήταν μια άρνηση που σε λίγο θα υποχωρούσε. Μα οι γνωστοί του Νίκου ήταν αρκετοί και ο ένας μετά τον άλλον άρχισαν να τον απομακρύνουν απ’ τη Σοφία. Κάποια στιγμή βρέθηκε με την Μάρω στην κουζίνα.

«Λοιπόν; Πως τα περνάς μικρέ μου Μότσαρτ;»

«Που είναι ο Νίκος;» την ρώτησε χωρίς περιστροφές.

«Μα εσύ πρέπει να ‘χεις πιει πιο πολύ και από μένα για να με ρωτάς για άντρα»

«Θα μου πεις;»

«Α, μπα…. σε βάρεσε κατακούτελα καλό μου. Έφυγε ο τύπος. Πήγε σε άλλο πάρτυ. Αλλά μην ανησυχείς. Θα σου γνωρίσω άλλους».

«Δεν με ενδιαφέρει. Φεύγω!». 



Το δροσερό αεράκι που κατηφόριζε τον πλακόστρωτο πεζόδρομο χτύπησε το συννεφιασμένο μέτωπο της Σοφίας. Ήταν εννέα το πρωί και είχε αργήσει. Περπατούσε σβέλτα και πειθαρχημένα. Τρεις μέρες όλες και όλες είχαν μείνει για την συναυλία. Δεν έβλεπε την ώρα και τη στιγμή που θα καθόταν μπροστά στο επιβλητικό πιάνο του ωδείου για να μελετήσει αυτή την καταραμένη σονάτα. Σήμερα ήθελε να σβήσει με ένα χονδρό μαρκαδόρο την ανάμνηση της χθεσινής βραδιάς. «Αυτή η Μάρω και οι σαχλοί της γνωστοί» μουρμούριζε καθώς σκούπιζε με ένα ταλαιπωρημένο κίτρινο πανάκι τα πλήκτρα. Κάνοντας μερικές ασκήσεις και παίζοντας κάποιο άσχετο κομμάτι παρατήρησε πως ο εκνευρισμός την ακολουθούσε και στην μουσική. Καθώς ετοιμαζόταν να ξεκινήσει την μελέτη άκουσε τον πνιχτό ήχο του τηλεφώνου της που ήταν χωμένο σε κάποια θήκη της υφασμάτινης τσάντας της. «Ποιος να ‘ναι τέτοια ώρα κυριακάτικα;» αναρωτήθηκε αδειάζοντας άγαρμπα στο δάπεδο της σκηνής όλο σχεδόν το περιεχόμενο . Την απορία της διαδέχθηκε μια υποψία. «Η Μάρω θα ‘ναι. Θα μου λέει πως δεν κοιμήθηκε και πόσο ωραία πέρασαν αφότου έφυγα».

«Δεν κοιμήθηκα, μου ήταν αδύνατον. Γύρισα σπίτι στις έξι και έπρεπε να ετοιμάσω μια βαλίτσα. Σε λίγη ώρα αναχωρώ για την Λυών. Απ’ το αεροδρόμιο σε παίρνω». Η φωνή όμως ήταν αντρική, βαθιά, γοητευτική. Η Σοφία δεν ονειρευόταν, μιλούσε με τον Νίκο. Δέκα λεπτά μεσολάβησαν μέχρι την αναγγελία για την επιβίβαση του. Δέκα λεπτά μονόλογος. Το ταξίδι ήταν επαγγελματικής φύσεως έσπευσε να την καθησυχάσει φοβούμενος τυχόν παρανόηση. Ο χειμαρρώδης συνομιλητής της έκλεισε την σύντομη συνομιλία τους χωρίς να της αφήσει περιθώρια να αντιδράσει. 

«Θα τα πούμε την Πέμπτη τ’ απόγευμα. Μην κανονίσεις τίποτα. Θα βγούμε παρέα. Καλή επιτυχία αν και είμαι βέβαιος πως θα σκίσεις».  Η Σοφία απόρησε με την σαστιμάρα της. Ένα ‘γειά’ στην αρχή και ένα ‘γειά’ στο τέλος ήταν οι λέξεις που είχε καταφέρει να περάσει στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής. Και τούτη η ανάμνηση που τόσο επιθυμούσε να διαγράψει είχε επιστρέψει περισσότερο αληθινή και παρούσα απ’ ότι την είχε βιώσει χθες βράδυ. Η ανάγκη για μουσική μελέτη υποχώρησε αποδυναμωμένη.  Στο φορτωμένο με άγχος μυαλό της πιανίστριας ήρθε να προστεθεί άλλη μια κρίσιμη μέρα. Την Τετάρτη έπαιζε μπροστά σε πολυάριθμο κοινό για πρώτη φορά και την Πέμπτη θα ξανάβλεπε τον Νίκο. Ιεραρχικά δεν θα μπορούσε να διανοηθεί ότι το δεύτερο γεγονός θα υποσκέλιζε το πρώτο. Μα αυτό ακριβώς συνέβαινε. Ένας άνθρωπος είχε ορμήσει στην ζωή της και μέσα σε λίγες ώρες αμφισβητούσε το μοναδικό στοιχείο που της έδινε νόημα. Την μουσική.

Το πρωινό κύλησε ανακυκλώνοντας τις ίδιες σκέψεις κάνοντας βόλτες στο κέντρο της πόλης. Κατά τις δυο το μεσημέρι δυο μουσικοί του δρόμου της υπενθύμισαν μέσα από μια κακοπαιγμένη μελωδία του Μπραμς ανειλημμένες υποχρεώσεις και έτσι η Σοφία βρέθηκε για δεύτερη φορά να δρασκελίζει γοργά το πλακόστρωτο που θα την οδηγούσε στο μεγάλο μαύρο δυνάστη. Εκείνο το μαγιάτικο απόγευμα καθώς και τις επόμενες δυο μέρες η σονάτα έρεε νευρικά κάτω απ’ τα μακριά δάκτυλα της δίχως όμως να εμφανίζει πια το Ντο δίεση. Δεν είχε αλλάξει κάτι ούτε στον τρόπο προσέγγισης μήτε στην τεχνική της. Τα είχε επιτέλους καταφέρει, όμως Κύριος είδε πώς, παρόλη την συναισθηματική αναμπουμπούλα ή ίσως και εξ αιτίας της.

Ύστερα από μια επιτυχημένη γενική πρόβα το πρωί της Τετάρτης, η Σοφία αισθανόταν πως το απόγευμα θα έκανε μια αξιοπρεπή εμφάνιση. Φόρεσε ένα λιτό καφέ φουστάνι, έδεσε τα πυκνά μαλλιά της κότσο, έβαψε πολύ ελαφρά τα λεπτά της χείλη, έβαλε ρούζ στα ωχρά της μάγουλα  και στάθηκε για λίγο στον καθρέφτη της τουαλέτας του θεάτρου που τελούσε χρέη συναυλιακού χώρου. «Μια μέρα έμεινε. Μόνο. Αύριο τέτοια ώρα περίπου θα ετοιμάζομαι να βγω με τον Νίκο» έλεγε και ξανάλεγε μέσα της για να διώξει το τρακ που άρχισε να κυριεύει το νευρικό της σύστημα.

«Δεσποινίς Μυρτιάκη, ελάτε» ακούστηκε μια γυναικεία φωνή απ’ τον διάδρομο. Καθώς πλησίαζε στη σκηνή το χειροκρότημα για τον προηγούμενο ερμηνευτή γέμισε τ’ αυτιά της. Ένας ψηλόλιγνος νεαρός με μαύρο κουστούμι την πλησίασε. Της έσφιξε το χέρι και της ευχήθηκε καλή επιτυχία. Ήταν ιδρωμένος και χαρούμενος. Ένα δεύτερο χειροκρότημα ξέσπασε τώρα καθώς πλησίαζε το πιάνο. Έκανε μια βαθιά υπόκλιση, έφερε το σκαμνί στα μέτρα της, ακούμπησε ένα λευκό μαντήλι μετά την τελευταία νότα στην αριστερή πλευρά των πλήκτρων και έκλεισε για λίγο τα μάτια της. Ησυχία απλώθηκε στην αίθουσα. Που και που κάποιο μικρό βήξιμο. Ξεκίνησε να παίζει το πρώτο μέρος. Ο ήχος έβγαινε στρογγυλός, υπέροχος, τα πλήκτρα κυμάτιζαν και η Σοφία αισθανόταν την μουσική να πλημυρίζει την ατμόσφαιρα. Μια μικρή παύση και πέρασμα στο δεύτερο, έπειτα στο τρίτο. Μικρή παύση. Το κοινό ανυπομονεί για το φινάλε. Το τέταρτο μέρος ξεκινάει με μια φευγαλέα ματιά στις πρώτες θέσεις. Με δυο σφιγμένες γροθιές στο ύψος του θώρακα και με ένα πλατύ χαμόγελο η συμπαγής φιγούρα του Νίκου επευφημεί σιωπηλά την ερμηνεύτρια. Εκείνη προσπαθεί να πιαστεί απ’ την μελωδία. Η έκπληξη της προκαλεί τρομερή ταραχή, μια ευτυχία που ανατρέπει το μεγαλείο της ερμηνείας. Πασχίζει να κρατήσει την αυτοκυριαρχία της. Λίγα λεπτά ακόμα και όλα θα τελειώσουν. Το τέμπο είναι καλό, οι νότες στην θέση τους. Χωρίς να το θέλει φέρνει στο νου της το Ντο δίεση. «Όχι, όχι τώρα» μουρμουρίζει μα το δάκτυλο προσγειώνεται με φόρα πάνω στο μαύρο πλήκτρο. Ακολούθησαν άλλες τρεις νότες που ποτέ δεν είχαν την τιμή να βρεθούν σ’ αυτή τη σονάτα μέχρις ότου ανακτήσει και πάλι τον έλεγχο, ολοκληρώνοντας επιτέλους τον επίλογο  της προσωπικής της μάχης. Αποκαμωμένη, έμεινε να κοιτάζει το άπειρο μέσα απ’ την ουρά του πιάνου ενώ ο κόσμος είχε σηκωθεί και χειροκροτούσε. Λίγο αργότερα το θέατρο θα άδειαζε και εκείνη θα αναρωτιόταν καθώς θα υπέμενε την λεκτική καταιγίδα του θαυμαστή της. «Μα κανείς δεν το κατάλαβε;»

Τέλος



Σπύρος Γλύκας 2012



Σχόλια