'Διακοπές' (πότε θα πάμε;)





Διακοπές




Είναι βράδυ. Ακούω ένα είδος μοντέρνου φλαμένκο με το στερεοφωνικό σε πολύ χαμηλή ένταση και διαβάζω: ‘Η ζωή είναι πολύ μικρή για να κλείνουμε συνεχώς τους άλλους απέξω’. Η αλήθεια είναι πως έχει καταντήσει κουραστικό. Δεν δίνουμε δεκάρα για κανένα εκτός από τον εαυτούλη μας και τους πολύ οικείους μας. Αλλά κι μ’ αυτούς όταν μας προκαλούν δυσαρέσκεια με την συμπεριφορά τους, όταν αρρωσταίνουν, κοινώς όταν παύουν να είναι εκεί που τους έχουμε τοποθετήσει στο μυαλό μας δυσανασχετούμε. Πολλές φορές αναθεωρούμε και γινόμαστε σκληροί ξεχνώντας ακόμα κι αυτό το πρόσφατο παρελθόν που έχουμε βιώσει μαζί τους. Γιατί άραγε; Κοιτάζω το μπουκάλι με την τεκίλα. Δυο γουλιές ήπια. Δεν μπορεί να με τριγυρίζουν αυτές οι σκέψεις εξ αιτίας της. Πόση να κυλήσει ακόμα μέσα μου; Πόση θα πρέπει να ‘ναι για να νοιώθω ευχάριστα και να μην με πιάσει κατάθλιψη. Σάμπως μου συμβαίνει και τίποτα; Ή μήπως γι αυτό ακριβώς; Εδώ που τα λέμε μου συμβαίνει. Πάω διακοπές. Ύστερα από 4 χρόνια κλεισμένος στα τείχη της πόλης, δουλεύοντας χειμώνα καλοκαίρι έφτασε η ώρα. Πολύ παράξενο μου φαίνεται που αύριο το πρωί θα κατηφορίσω στο λιμάνι και θα μπω σε ένα πλοίο. Αν και οι ώρες πλεύσης θα είναι πολλές, δεν με απασχολεί καθόλου. Άλλωστε ο προορισμός θα με αποζημιώσει και με το παραπάνω. Σαντορίνη, τι άλλο να πεις. Τα ‘χουν πει και περιγράψει τόσοι και τόσες πριν από μένα. Θα είναι η πρώτη φορά που θα την επισκεφθώ και έχω τρομερό εκνευρισμό. Μέχρι πριν λίγο ετοίμαζα τα ρούχα που θα πάρω μαζί μου. Και δεν θα ήταν πολλά άμα δεν υπήρχε ο γάμος και τα βαφτίσια. Διπλό γεγονός. Ο ξάδερφος μου παντρεύεται και βαφτίζει το ίδιο απόγευμα το κοριτσάκι του. «Ξεκόλλα επιτέλους και έλα να μας βρεις. Θα περάσουμε περίφημα. Άσε τους άλλους να πλημμυρίσουν και καμιά φορά. Τους έχεις κακομάθει» μου είχε πει και έτσι προέκυψε η αφορμή για να φύγω επιτέλους για μια εβδομάδα και να χαλαρώσω κάτω απ’ τον αυγουστιάτικο ήλιο. Το επάγγελμα μου έχει να κάνει με νερό, σωλήνες, τσιμούχες, φλάντζες, οικοδομές, διαμερίσματα και ανθρώπους. Είμαι καλός υδραυλικός. Κανείς μέχρι σήμερα δεν παραπονέθηκε για την ποιότητα των υπηρεσιών που προσφέρω. Δεν είμαι και τόσο εύκολος με τους ανθρώπους βέβαια. Γι αυτό και αποφεύγω να μιλάω. Κάνω την δουλειά μου και φεύγω. Απαντάω μονολεκτικά ή με σύντομες φράσεις. Δεν έχω όρεξη να ακούω τις ιστορίες του καθενός. Είτε επαγγελματίας είναι αυτός είτε ιδιώτης. Βαριέμαι. Ο κόσμος έχει προβλήματα και ψάχνει συχνά πυκνά να τα πει κάπου να ξεσκάσει. Τι μπορεί να μου πει ένας ξένος και να ‘χει ενδιαφέρον; Θα τολμήσω να διαφωνήσω σε κάτι μαζί του ενώ ξέρω πως απ’ τη συμπεριφορά μου εξαρτάται η αμοιβή και το κάτι παραπάνω που μπορεί να κερδίσω; Όχι. Προτιμώ λοιπόν να βυθίζομαι διαβάζοντας βιβλία με αστυνομικές περιπέτειες ή βλέποντας αντίστοιχες ταινίες στον κινηματογράφο. Με εκφράζουν. Λίγα λόγια, πολλή δράση. Τον τελευταίο καιρό όμως φαίνεται πως κάτι έχει αλλάξει μέσα μου. Θες επειδή μεγαλώνω ή επειδή με έχει κουράσει η μοναξιά. Φίλους δεν θα έλεγα πως έχω. Με καλούν πολλές φορές για μια μπύρα, ένα φαγητό και αρνούμαι. Πότε όμως θα αρχίσω να ξεφεύγω απ’ τον μικρόκοσμο μου; Πως θα κάνω οικογένεια άμα πηγαίνω μόνο με πουτάνες; Έπιασα το μπουκάλι με την τεκίλα, θαύμασα το κιτρινωπό της χρώμα και κατέβασα μια μεγάλη γουλιά. Νευρικότητα. Θα βγω για μια βόλτα, το δωμάτιο με πνίγει. Περπατάω με κατεύθυνση το κέντρο της πόλης και σκέφτομαι. Κάθε φορά που προσπαθώ να προσεγγίσω κάποιον έχω να δώσω δυο μάχες. Η πρώτη είναι να ξεπεράσω την άρνηση που προβάλλει από συνήθεια σε τέτοιες περιπτώσεις και επιθυμεί να με αποτρέψει από ενδεχόμενη κοινωνική συναναστροφή και η δεύτερη είναι εκείνο το φράγμα που υψώνεται στο λαιμό μου κάθε φορά που ετοιμάζομαι να μιλήσω που κάνει τις λέξεις να μην θέλουν γλιστρήσουν προς τα έξω και να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για διάλογο. Κοινώς έχουν υπάρξει φορές που γίνομαι ρεζίλι και τρέπομαι εις άτακτων φυγείν.
Τα φώτα μιας καντίνας στρεβλώνουν την ψυχανάλυση που επιχειρώ εδώ και λίγη ώρα στον εαυτό μου ο οποίος αρπάζει την ευκαιρία να δραπετεύσει και μετά χαράς προωθείται σαν τον υπνωτισμένο προς την πηγή μιας εκ των σημαντικότερων επίγειων απολαύσεων. Το φαγητό και δη το αποκαλούμενο ‘βρόμικο’. Ένα χοτ-ντογκ αναλαμβάνει να εκχυδαΐσει την συντηρητική μου εμφάνιση προσθέτοντας κόκκινες και κίτρινες πινελιές στο γαλάζιο μου πουκάμισο. Η  νύχτα θέλει κέφι και χαμόγελα για να προχωρήσει χωρίς δυσάρεστες συνέπειες. Δίπλα μου στέκεται ένας τύπος κοντός, γύρω στα 30, με μια πολύχρωμη κοντομάνικη μπλούζα και πορτοκαλί βερμούδα. Μια εμφάνιση που καμουφλάρει τις ίδιες πιτσιλιές που δέχθηκε κι αυτός, καθώς καταπίεζε με τα σαγόνια του τις δυο άκρες του ψωμιού  προσπαθώντας να συμπεριλάβει και το λουκάνικο στην πρώτη του μπουκιά. Επιχειρώ να του μιλήσω χωρίς λόγο.
«Γεια» του κάνω.
«Έ;» μου απαντάει.
«Καλησπέρα. Καλό έ;» συνεχίζω.
«Μμμ».
«Απ’ τα καλύτερα στην Αθήνα δεν νομίζεις;» του λέω.
«Ε και;» μου λέει. Τον χαιρετάω και φεύγω. Το πείραμα απέτυχε. Προχωράω. ‘Υπομονή και επιμονή. Οι αρετές του σύγχρονου ανθρώπου’ έγραφε πάνω σε ένα  πέτρινο τοίχο. Ώρες ώρες διαβάζω κάποιες φράσεις και έχω την εντύπωση ότι ο καθένας αρέσκεται στο να φιλοσοφεί και να μην εφαρμόζει εν τέλει  αυτό που θεωρεί ότι πρέπει να ισχύει για όλους. Το αυριανό ταξίδι επιστρέφει στην πρώτη θέση της μνήμης μου και φέρνει μαζί του τις τελευταίες μου διακοπές 4 χρόνια πριν, στα Κύθηρα. Όχι, μην φανταστείτε πως είχα βρει παρέα για να πάω. Της προσκολλήσεως. Η αδερφή μου παραθέριζε οικογενειακώς και χώθηκε και η αφεντιά μου μαζί τους για δέκα ημερούλες. Για δέκα 24ωρα ήμουν ο απόλυτος θείος ή μάλλον ο μπαμπάς και η μαμά σε συσκευασία του ενός. Οι γονείς παρατούσαν τα τέκνα τους όπως όπως και εξαφανίζονταν για ώρες. Ήταν μια ανέλπιστη για εκείνους εξέλιξη και έφθασαν στο σημείο μέχρι και δώρα να μου κάνουν απ’ την χαρά τους που τους είχα εξασφαλίσει διακοπές και για τους ίδιους. Αυτή τη φορά όμως δεν θα ερχόντουσαν στην Σαντορίνη και έτσι θα ήμουν … μόνος. Εκτός και αν … ναι, έχω μια ιδέα. Μια μελωδία διέκοψε αυτή τη φορά τις μηχανορραφίες μου. Ήταν οικεία. Φλαμένκο σαν κι αυτό που άκουγα πριν φύγω απ’ το σπίτι. Λίγα μέτρα πιο κάτω στην αρχή ενός πεζόδρομου ακουμπισμένη στα κάγκελα ενός φράκτη, στέκεται μια κοπελιά με μια στρουμπουλή ξύλινη κιθάρα περασμένη στον ώμο και παίζει ένα απ’ τα κομμάτια που ακούω συχνά αυτήν την εποχή. Στέκομαι και εγώ με τη σειρά μου απέναντι της και αφήνομαι στην πολυφωνία που απελευθερώνουν τα δάκτυλα του αριστερού της χεριού ανεβοκατεβαίνοντας με μαεστρία τα τάστα στο λαιμό του οργάνου, σε συνδυασμό με το δεξί της χέρι που γρατζουνάει με τα μακριά της νύχια τις χορδές. Σε λίγο μπαίνει και η φωνή της μπολιάζοντας την ατμόσφαιρα που ήδη έχει φτιάξει, με πάθος. Δίπλα μου έχει μαζευτεί κόσμος. Με σκουντάει άθελα του ένας νεαρός που σέρνει μαζί του ένα σάκο ταξιδιού με ροδάκια.
«Συγνώμη» μου λέει «μα δεν είναι καταπληκτική; Και να σκεφθείς ότι στην χώρα της μπορεί να υπάρχουν χίλιες καλύτερες απ’ αυτήν. Το ‘χουν μέσα τους οι Ισπανοί». Δεν του απευθύνω το λόγο αμέσως. Περιμένω να τελειώσει το κομμάτι. Όσοι έχουμε μαζευτεί ξεσπάμε σε ένα θερμό χειροκρότημα. Οι περαστικοί κοιτάζουν απορημένοι. Μερικοί απ’ αυτούς ζυγώνουν για να δουν από κοντά τι προκάλεσε τον ενθουσιασμό μας. Η κοπέλα αφήνει προσεκτικά την κιθάρα της σε μια πτυσσόμενη ξύλινη καρεκλίτσα και για να μας ευχαριστήσει περνάει 2 ζευγάρια καστανιέτες στα δάκτυλα της και χορεύει δίχως μουσική υπόκρουση φλαμένκο.
«Φίλος, είναι άπαιχτη. Πάνω δεν έχω πετύχει ποτέ τέτοια φάση» μου λέει σκουπίζοντας τον ιδρώτα που έχει τρέξει στο κοντό του γενάκι.
«Από πού έρχεσαι;» του κάνω .
«Βέροια. Πάνο με λένε, εσένα;».
«Διονύση».
«Που λες Διονύση, σήμερα κατέβηκα κι αύριο πρωί πρωί φεύγω από δω. Δεν λέω όμορφη η πόλη σας. Μπορεί να δει κανείς πράγματα που απλά δεν συμβαίνουν εκεί που μένω. Μα τρέχετε σαν τους τρελούς. Οδηγείτε χωρίς αύριο και τσακώνεστε με το παραμικρό. Γι αυτό και εγώ…»
«Φεύγεις. Και καλά θα κάνεις. Και εγώ έφυγα αφού έκλεισα τα 18 απ’ την επαρχία για να βρω δουλειά. Στο χωριό μου υπάρχει υδραυλικός και αρκετοί ξένοι που πιάνουν τα χέρια τους. Έπρεπε να αλλάξω περιβάλλον αν ήθελα να επιβιώσω. Τα πρώτα χρόνια ζορίστηκα, μετά όπως όλοι συνήθισα. Και δεν χαίρομαι που το λέω αυτό».
«Έλα, τελείωσε, πάμε να της μιλήσουμε» μου λέει.
«Ε, τι; Να της μιλήσουμε;»
«Ναι, έλα. Ξέρεις αγγλικά; Εγώ λίγα αλλά όλο και κάτι θα καταφέρουμε. Κουνήσου, τι στέκεσαι; Χάζεψες;». Η ισπανίδα κάθεται στην ξύλινη καρεκλίτσα της και δροσίζει το πρόσωπο της με νερό από ένα πλαστικό μπουκάλι. Ο Πάνος με τραβάει όπως όπως απ’ τον ώμο και την επόμενη στιγμή βρισκόμαστε σε απόσταση αναπνοής απ’ τα μεγάλα μαύρα της μάτια. Ο Πάνος ξεκινάει με φιλοφρονήσεις προχωράει σε τυπικές ερωτήσεις και με την βοήθεια της νοηματικής δημιουργείται μια ζωηρή κουβέντα με γέλια, ασυναρτησίες και ολίγες πληροφορίες που λίγη σημασία έχουν μιας και η επικοινωνία από μόνη της αρκεί για να μας διατηρεί χαρούμενους και τους τρεις. Η κοπέλα είναι απ’ την Γρανάδα, είναι εικοσιτριών χρονών και κάνει τον γύρο της Ευρώπης τραγουδώντας και χορεύοντας στους δρόμους. Αυτά κατάφερα να καταλάβω την μισή ώρα που καθίσαμε μαζί σε ένα καφέ πίνοντας μπύρες.
«Και τώρα για πού είμαστε; Λέω να κατέβω στο λιμάνι» με ρωτάει ο Πάνος.
«Από κει θα φύγεις;» του λέω.
«Α, ναι, δεν στο είπα. Αξημέρωτα παίρνω το καράβι και βουρ για Σαντορίνη».
«Και εσύ; Για κει πάω και εγώ». Το πλοίο που θα πάρουμε είναι το ίδιο μα είναι νωρίς για μένα να κατέβω από τώρα στον Πειραιά. Άλλωστε πρέπει να επιστρέψω σπίτι για να πάρω τα πράγματα μου. Τον αποχαιρετώ και δίνουμε ραντεβού στις 6 μπροστά απ’ την μπουκαπόρτα. Καθώς επιστρέφω , επιστρέφει και η ιδέα που μου πέρασε πριν από ώρα απ’ το μυαλό. Σε μια αναπάντεχη κρίση κοινωνικότητας αλλάζω κατεύθυνση και περνάω απ’ το σημείο που είχα βρει την τραγουδίστρια αναζητώντας τον νέο μου φίλο. Συναντώ άγνωστα πρόσωπα. Δεν τον πρόλαβα. Ήθελα να του προτείνω να πάμε μαζί σε ένα σπίτι με καλές κοπέλες που το τιμώ με την παρουσία μου αρκετά συχνά. Η ιδέα μου έχει να κάνει και μ’ αυτό το μέρος. Ένα τέταρτο αργότερα χτυπάω το κουδούνι στην  είσοδο μιας νεόδμητης πολυκατοικίας. Δυο στοιχεία ξεχωρίζουν αυτό τον οίκο ανοχής απ’ το στερεότυπο που ακολουθεί τους χώρους που αναπτύσσεται η αγοραία ερωτική δραστηριότητα. Πρώτον το περιποιημένο εσωτερικό του λόγω της καινούργιας κατασκευής του κτιρίου και δεύτερον το φως. Πρόκειται για ένα ευρύχωρο διαμέρισμα με 4 δωμάτια και ένα μικρό σαλόνι στο οποίο κυριαρχεί ένα επιβλητικό φωτιστικό με 5 δυνατές λάμπες σε σχήμα κεριού. Η τσατσά που έχει αφήσει πίσω δεκαετίες  άκαρπης αναζήτησης του ανθρώπου που θα την τραβήξει απ’ το σκοτεινό κύκλωμα της πορνείας, έχει επισκεφθεί πολλές φορές το οφθαλμολογικό ιατρείο ενός απ’ τους καλύτερους πελάτες της αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Η όραση της φθίνει εξ αιτίας ενός αυτοάνοσου νοσήματος όπως συνηθίζονται πλέον να αποκαλούνται τα περιστατικά που δεν εντάσσονται στις γνωστές παθήσεις. Αγνοώντας την διακριτικότητα που απαιτείται σε ανάλογους χώρους τοποθέτησε διάφορες φωτιστικές πηγές με αποκορύφωμα τον πολυέλαιο που δημιουργεί μια ατμόσφαιρα φανταχτερή, καθώς στραφταλίζει στα διάσπαρτα γυάλινα πρισματικά αντικείμενα που  διακοσμούν τα ράφια και τα τραπεζάκια του δωματίου.
«Καλώς τον Διονύση. Τι κάνεις; Δεν θυμάμαι να χάλασε καμία βρύση. Πως από δω;» μου λέει αποκαλύπτοντας μια σειρά από ασυνήθιστα λευκά δόντια.
«Κάθε φορά τα ίδια μου λες. Αφού ξέρεις για ποιο λόγο έρχομαι». Η αλήθεια είναι πως εξ αιτίας του επαγγέλματος μου βρέθηκα για πρώτη φορά στο σπίτι της κυρίας Έφης. Και έτσι γνωρίστηκα με την Άνια, μια γυναίκα απ’ την Γεωργία που ανέλαβε να μ’ ευχαριστήσει για την επισκευή που έκανα στο δωμάτιο που δεχόταν τους πελάτες, με ένα τρόπο που τόσο καλά γνωρίζει. Ξεκίνησα πριν 6 μήνες να επισκέπτομαι το σπίτι και την Άνια μια φορά την βδομάδα. Αναπτύχθηκε μεταξύ μας μια φιλική σχέση. Έμαθα για την ζωή της και εκείνη για τη δική μου.
«Είναι εδώ;» ρωτάω. Η κυρία Έφη σηκώνεται κάπως βαριεστημένα και πηγαίνει στην τουαλέτα. Σε λίγο ανοίγει μια πόρτα και το χλωμό πρόσωπο της Άνια προβάλλει. Μου γνέφει. Ξέρω από πριν ότι δεν θα πούμε πολλά. Ο χρόνος μετράει και κοιτάζω πάντα να τον εκμεταλλευτώ στο έπακρο διασχίζοντας απ’ άκρη σε άκρη τον χάρτη του κορμιού της σταματώντας σε γνώριμα μέρη που θα με ανταμείψουν με έντονες συγκινήσεις συμβάλλοντας το καθένα στην ερωτική μου κορύφωση. Η Άνια μπορεί να προσποιείται μα το κάνει τόσο καλά που μέχρι σήμερα δεν το έχω αντιληφθεί. Αισθάνομαι σαν να κάνω έρωτα με μια πρώην κοπέλα μου που μόλις πριν συναντηθήκαμε και η παλιά φλόγα που είχε σβήσει άναψε ξαφνικά και μας πέταξε τον ένα στην αγκαλιά του άλλου.
«Άνια, φεύγω αύριο για διακοπές» της λέω ενώ κουμπώνω τα τελευταία κουμπιά του πουκάμισου μου.
«Που πας; Πες μου να ζηλέψω».
«Σαντορίνη. Τι λες, έρχεσαι μαζί μου; Θα πάμε σε ένα γάμο. Θα περάσουμε φίνα». Αυτή ήταν η ιδέα μου. Να ξεκολλήσω την ερωμένη μου απ’ τη δύσκολη δουλειά και να βρεθούμε παρέα στα μυστήρια που με έχουν προσκαλέσει.
«Θα ήταν καλό και για σένα αλλά και για μένα μιας και θα εμφανιστώ συνοδευόμενος από μια όμορφη γυναίκα». Προσπαθώ να την ρίξω και στο φιλότιμο.
«Δεν ξέρω, Διονύση. Είναι δύσκολο να φύγω. Θα πω πως κάτι έτυχε στην αδερφή μου  και ελπίζω να τα καταφέρω. Θέλω πολύ να έρθω».
«Είναι ευκαιρία Άνια. Που ξέρεις, μπορεί να βρεις κάποια δουλίτσα και να περάσεις το καλοκαίρι στο νησί». Την αποχαιρετώ με ένα πεταχτό φιλί στο στόμα όπως κάνω συνήθως. Κοιτάζω την ώρα, έχει πάει 3. Οι δρόμοι έχουν αρχίσει να αδειάζουν και να γίνονται πιο επικίνδυνοι. Περπατάω προς το σπίτι. Θα ‘ρθει άραγε;  μουρμουρίζω. Ένας περαστικός μου ρίχνει ένα μεθυσμένο βλέμμα. Τεκίλα. Φθάνω στο διαμέρισμα μου, ξεκλειδώνω και την βλέπω να με περιμένει στο τραπέζι του σαλονιού. «Άργησες» την φαντάζομαι να μου λέει. Την αγκαλιάζω με την αριστερή μου παλάμη και της δίνω ένα φιλί στο στόμιο. Καθώς το ποτό κατεβαίνει μέσα μου γεννιέται η επιθυμία να πιω κι άλλο. Ανοίγω την τηλεόραση και πέφτω σε μια ταινία του Χίτσκοκ. Χαλαρώνω στον καναπέ. Τα πόδια μου ακουμπάνε στην βαλίτσα. Η Κιμ Νόβακ αγκαλιάζει τον Τζείμς Στιούαρτ ψηλά σε ένα καμπαναριό.
Στο επόμενο πλάνο εμφανίζονται δυο γνωστοί δημοσιογράφοι να φλυαρούν για την καθημερινότητα. Είναι όλα κάπως θαμπά. Το κεφάλι μου το αισθάνομαι βαρύ σαν αμόνι. Τι απέγινε η υπόλοιπη ταινία; Το παλιό ξύλινο ρολόι που κρέμεται στον τοίχο δίπλα απ’ την τηλεοπτική συσκευή με επαναφέρει βάναυσα στην πραγματικότητα. Είναι 6 παρά τέταρτο και το πλοίο αναχωρεί σε τριάντα λεπτά. Ίσα-ίσα λέω στον εαυτό μου ενώ βουτάω την βαλίτσα και βγαίνω κουτρουβαλώντας τις σκάλες στον δρόμο αναζητώντας ταξί. Ο οδηγός φαίνεται σαν να ‘χει πάρει την σκυτάλη απ’ τους δυο δημοσιογράφους και επιδίδεται σε μια λογοδιάρροια που κάνει την διαδρομή ακόμα πιο μαρτυρική. Σταματάμε έξω απ’ το καράβι την στιγμή που ξεκινάνε να μαζέψουν τους κάβους.
«Διονύση» ακούω μια φωνή και κοιτάζω προς τα πάνω. Οι προβολείς με εμποδίζουν να διακρίνω σε ποιο σημείο βρίσκεται ο Πάνος. «Έλα» μου φωνάζει αγριεμένα κάποιος απ’ το πλήρωμα «δεν θα σε περιμένουμε για πολύ». Πηδάω μέσα και σε λίγα λεπτά βρίσκομαι στην τουριστική θέση. Βγαίνω στο κατάστρωμα. Είναι ασφυκτικά γεμάτο. «Διονύση» ακούω και πάλι την φωνή του φίλου μου. Ψάχνω μέσα στον κόσμο και τον βρίσκω πάνω σε ένα παγκάκι όρθιο πλέον να μου κουνάει το χέρι του.
«Σε περίμενα. Έλεγα στα παιδιά ότι θα ‘ρθεις δεν μπορεί». Γύρω του μια ολόκληρη παρέα από Έλληνες και ξένους με χαιρετάει.
«Καλά, όλους αυτούς που τους βρήκες;» του κάνω έκπληκτος.
«Ε, τόσες ώρες στο λιμάνι μου ήταν αδύνατο να σε περιμένω μόνος. Κάποιοι Εγγλέζοι έπαιζαν μπάλα, μετά ήρθαν και κάτι Έλληνες με μπύρες και ωραίες κοπέλες. Μπλεχτήκαμε, γνωριστήκαμε και έτσι το ταξίδι θα ‘χει περισσότερο χαβαλέ δεν νομίζεις;». Σ’ αυτή την καινούργια για μένα κοινωνική πραγματικότητα ετοιμαζόμουν να εισέλθω. Άλλωστε αυτό αποζητούσα. Ενώ παρατηρώ το πλοίο να κάνει ελιγμούς για να εξέλθει απ’ το λιμάνι αντιλαμβάνομαι ξαφνιασμένος ότι θα ήθελα πολύ να βρισκόταν και η λεπτή φιγούρα της Άνια εδώ, μαζί μου.


Τέλος

Σπύρος Γλύκας 2012


Σχόλια