Διακοπές στο Χωριό, Κεφάλαιο Πέμπτο


V.



Η πτήση με προορισμό τη Ρώμη είχε μια μικρή καθυστέρηση. Στην αίθουσα αναμονής κάποιοι επιβάτες στριφογύριζαν στις καρέκλες τους κοιτάζοντας κάθε τόσο τον πίνακα ανακοινώσεων. Μια γυναικεία φιγούρα ήταν κολλημένη εδώ και ώρα πάνω στο μεγάλο τζάμι μπροστά από τους διαδρόμους απογείωσης. Η ανάσα της είχε δημιουργήσει μια θολή περιοχή που την εμπόδιζε να διακρίνει τι γινόταν μπροστά της. Ήταν καλύτερα έτσι. Πάλευε εδώ και ώρα με τον πανικό που απειλούσε να την κάνει ρεζίλι. Μα δεν είχε άλλη επιλογή, έπρεπε να κάνει αυτό το ταξίδι αεροπορικώς. Οι υποχρεώσεις της στις Βρυξέλλες δεν της άφηναν περιθώρια για να χρησιμοποιήσει άλλο μεταφορικό μέσο, θα ερχόταν αντιμέτωπη με το μαρτύριο ενός αεροπορικού ταξιδιού. Ο αιφνίδιος θάνατος του πατέρα της ήρθε την πιο ακατάλληλη στιγμή στη ζωή της. Λίγα εικοσιτετράωρα πριν είχε καταφέρει να μιλήσει μαζί του για πρώτη φορά. Αισθάνθηκε περίεργα στην αρχή σαν να μιλάει σε ένα ξένο. Η ταλαιπωρημένη φωνή του Τσέτρι προσπαθούσε να διατηρήσει την γοητεία της και να μεταφέρει την χαρά του ομιλούντος στην κόρη του. Η Δήμητρα αισθάνθηκε την μικρή αναστάτωση που του προκάλεσε αλλά δεν μπορούσε να συγκινηθεί από έναν άνθρωπο που την είχε απορρίψει κι ας είχαν το ίδιο αίμα. Η μετάβαση του πατέρα της από ανύπαρκτο σε υπαρκτό απ’ την άλλη δεν την άφηνε αδιάφορη. Δεν γύρευε να αποκαταστήσει την φυσική τους σχέση αλλά ίσως κάπου βαθιά μέσα της να αποζητούσε μια μορφή επαφής, μια φιλία. Η μητέρα της την πέτυχε σε μια συνάντηση των υπουργών περιβάλλοντος όταν της ανήγγειλε τον θάνατο του πατέρα της. Ήταν πολύ ταραγμένη. Η Δήμητρα αναγκάστηκε να φύγει εσπευσμένα απ’ την αίθουσα για να μιλήσει μαζί της. Τα ιταλικά μέσα ενημέρωσης μιλούσαν για οικογενειακό σκάνδαλο που είχε ξεσπάσει πριν λίγο καιρό οδηγώντας τον Τσέτρι σε απόσυρση της υποψηφιότητας που είχε βάλει για τις ερχόμενες εκλογές.
«Νομίζω πως πρέπει να σου εξηγήσω τους λόγους για τους οποίους αυτοκτόνησε ο Πάολο……»
Στα μεγάφωνα ακούστηκε η εντολή επιβίβασης και η πόρτα που οδηγούσε στην είσοδο του αεροσκάφους άνοιξε από μια ψηλόλιγνη υπάλληλο. Η Δήμητρα πέρασε την χειραποσκευή στον ώμο της και προχώρησε με αποφασιστικά βήματα προς την φυσούνα. Πάλευε να κατευθύνει την σκέψη της στον προορισμό, να φτάσει στο χωριό του πατέρα της, να αφήσει ένα μάτσο αγριολούλουδα πάνω απ’ τον τάφο του, να μάθει από τους οικείους του λεπτομέρειες για τη ζωή του. Η αεροσυνοδός διέκοψε τις εικόνες που είχε φτιάξει στο κεφάλι της ζητώντας την κάρτα επιβίβασης. Η αγωνία για την έκβαση της απογείωσης έκανε δυναμικά την εμφάνιση της. Η Δήμητρα έκατσε σχεδόν πάνω σε ένα κύριο που θα βρισκόταν στο διπλανό κάθισμα κατά την διάρκεια της πτήσης χάνοντας προς στιγμήν την ισορροπία. Εκείνος της επισήμανε ευγενικά ότι η ευμεγέθης τσάντα που τόσο σφικτά κρατούσε έπρεπε να τοποθετηθεί σε ένα από τα ντουλάπια που βρισκόταν πάνω απ’ τις θέσεις.
«Αφήστε με να σας βοηθήσω αγαπητή μου, δώστε μου την βαλίτσα σας». Εκείνη τον κοίταξε σαστισμένη. Άφησε το κορμί της να γλιστρήσει στο κάθισμα και του παρέδωσε με δυσπιστία την τσάντα.
«Πρώτη φορά σε αεροπλάνο;».
«Όχι ακριβώς. Δεν είναι και το καλύτερο μου όμως» πρόσθεσε αφήνοντας ένα χαμόγελο να φωτίσει λίγο το ταραγμένο της βλέμμα.
Το αεροπλάνο ξεκίνησε την διαδικασία απογείωσης επιταχύνοντας βίαια με τις μηχανές να μουγκρίζουν και να προκαλούν τριγμούς στην άτρακτο. Η Δήμητρα κάρφωσε το βλέμμα της στο παράθυρο και περίμενε να περάσουν τα πρώτα βασανιστικά δευτερόλεπτα όπου το αεροσκάφος θα ξεκολλήσει τις μικρές του ρόδες – ναι, τις έβλεπε, μικρές και απροστάτευτες, άραγε θα ξαναβγούν όταν θα έρθει η κατάλληλη στιγμή; Ή θα τρομάξουν κι αυτές φοβούμενες τις συνέπειες της αδυσώπητης τριβής όταν θα ακουμπήσουν ξανά στο έδαφος; - και το έδαφος θα φύγει κάτω απ τα πόδια της, θα γίνει σαν τις δορυφορικές εικόνες που βλέπει στο Διαδίκτυο σε αποχρώσεις καφέ και μπλε θαυμάζοντας την Γη. Αλλά εκείνη θα βρίσκεται μακριά απ’ το πληκτρολόγιο και την οθόνη και το φλιτζάνι με το αχνιστό τσάι με άρωμα λεμονιού.
Η απότομη υψομετρική αλλαγή φάνηκε να παίρνει τέλος. Η φωνή του κυβερνήτη πληροφορούσε τους επιβάτες για τις καιρικές συνθήκες, την ώρα άφιξης και κάποια σημεία αναφοράς πάνω απ’ τα οποία θα πετούσαν λίαν συντόμως. «Δηλαδή αν ενώσει κανείς είκοσι χιλιάδες πόδια θα βρεθεί εδώ πάνω;» σκέφθηκε δυνατά.
«Δεν το χω σκεφθεί ποτέ έτσι. Αστείο δεν θα ’τανε; Να, χαμογελάτε και εσείς η ίδια που το είπατε. Μην ανησυχείτε, όλα θα πάνε καλά. Δείτε τώρα την ταινία που θα μας βάλουν και θα περάσει η ώρα δίχως να το καταλάβετε».
Σε μια μικρή οθόνη πάνω απ’ το μπροστινό κάθισμα εμφανίστηκε σε μπλε φόντο το λογότυπο της εταιρίας διανομής. «Τώρα μάλιστα, για δυο περίπου ώρες θα είμαι αναγκασμένη να κάνω οφθαλμόλουτρο στο γυμνασμένο κορμί του Βαν Νταμ σε άλλη μια θανάσιμα πληκτική περιπέτεια. Αμ αυτός ο φιόγκος δίπλα μου. Ντυμένος στην τρίχα, περιποιημένος και με ένα υπεροπτικό ύφος. Δεν έχω καμία μα καμία όρεξη για κουβέντα μαζί του.». Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα λοιπόν.
Τρεις ώρες αεροπορικής ταραχής με πολλές σύντομες επισκέψεις στην τουαλέτα και οκτώ ώρες οδικής βαρεμάρας με το λεωφορείο της γραμμής στοιβάχτηκαν βίαια στο κορμί της Δήμητρας με αποτέλεσμα ένα μεγαλοπρεπέστατο πονοκέφαλο που την συνόδεψε καθ’ όλη τη διάρκεια του πρώτου απογεύματος στο γραφικό Χωριό. Της ήταν αδύνατο να βγει απ’ το δωμάτιο του ξενοδοχείου και ας βρισκόταν στο κέντρο του χωριού. Κουρασμένη όπως ήταν, προτίμησε να καθίσει στο μικρό βεραντάκι που έβλεπε μεγάλο μέρος της πλατείας και να χαζέψει το εσπερινό σουλάτσο ντόπιων και μη πίνοντας ένα δυνατό καφέ. Τα ψηλά παραδοσιακά κτίρια που περιέβαλαν το εικονικό της κάδρο, εμπόδιζαν τις τελευταίες ακτίνες του ήλιου που έδυε και σκοτείνιαζαν την πλακόστρωτη επιφάνεια που αποτελούσε το σημείο αναφοράς του χωριού. Η αίσθηση ήταν γνώριμη. Είχε ταξιδέψει παλιότερα στην Σικελία και είχε βρεθεί σε παρόμοια τοποθεσία. Ο πατέρας της έζησε σε ευλογημένο τόπο σκέφθηκε.
Η αρχή ενός πασίγνωστου κλασικού έργου βάλθηκε να γαργαλάει τους λοβούς των αυτιών της. Να κάτι που ήταν σε θέση να ομορφύνει ακόμα το δειλινό. Η αγάπη της για την μουσική ήταν μεγάλη, το μόνο κοινό χαρακτηριστικό που είχε με τον άξεστο πατριό της. Πως γίνεται αναρωτιόταν να εκστασιάζεται ο Αλέξανδρος με τον Μπετόβεν; Τι της ήρθε και τον μνημόνευσε τώρα; Γιατί επαναλαμβανόταν η αρχή της Πέμπτης του Λούντβιγκ Βαν; Παύση. «Πρόντο;» Η Δήμητρα σηκώθηκε απ’ την παρωχημένης αισθητικής πολυθρόνα που με κόπο είχε σύρει μέχρι το χείλος της μπαλκονόπορτας, προχώρησε μέχρι το γυάλινο χώρισμα του μπαλκονιού και έβγαλε αδιάκριτα το κεφάλι της στο διπλανό βεραντάκι. Η υποψία που καρφώθηκε σαν βέλος από κάποιον Ρομπέν των Κακών στο μυαλό της πήρε σάρκα και οστά με την μορφή του πατριού της. Εκεί στεκόταν λοιπόν με τον υπαίτιο της ατέρμονης μουσικής αναπαραγωγής ανά χείρας, φανερά ταραγμένος απαντώντας μονολεκτικά στα ιταλικά σε κάποιον που βρισκόταν στην άλλη άκρη της γραμμής. Τι να κάνει; Τι δουλειά είχε αυτός εκεί; Απ’ την σαστιμάρα της δεν πρόφτασε να καλύψει την φιγούρα της και εντάχθηκε για κλάσματα του δευτερολέπτου στο οπτικό πεδίο του Αλέξανδρου. Η έκπληξη της θέας της ήρθε σε σφοδρή σύγκρουση με αυτό που μόλις είχε πληροφορηθεί. Ο γιός του ο Μάρκος βρισκόταν σε καταστολή ύστερα από ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα που έγινε την περασμένη Πέμπτη λίγες ώρες πριν το θάνατο του Πάολο Τσέτρι. Ο συνομιλητής του τον πληροφόρησε ότι καλό θα ήταν μόλις συνέλθει ο γιός του να τον πάρει και να φύγουνε απ την χώρα διότι ακόμα και οι γιατροί κάνουν λάθη .….
Κοιτούσε αποσβολωμένος την Δήμητρα. Η εικόνα της μπλεκόταν ακόμα με τσακισμένες λαμαρίνες, νοσοκομειακά, χειρουργεία…Η εμφάνιση του ήταν αυτή ενός ανθρώπου που είχε μέρες να κοιμηθεί.
«Αλέξανδρε; Τι έπαθες;» τον ρώτησε θορυβημένη απ’ την κερωμένη του έκφραση.
«Ο Μάρκος. Είναι στο νοσοκομείο, χτύπησε με τ’ αυτοκίνητο».
«Τι; Πως είναι; Που τον έχουν;»
«Έλα, θα σου εξηγήσω στη διαδρομή. Πρέπει να φύγουμε».
Η Δήμητρα ακολούθησε τον Αλέξανδρο μέχρι το αυτοκίνητο που ήταν σταθμευμένο στο πίσω μέρος του ξενοδοχείου. Το νοσοκομείο που νοσηλευόταν ο αδερφός της ήταν εικοσιπέντε χιλιόμετρα απ το Χωριό. Η αγωνία της δεν ήταν τόσο μεγάλη όσο η περιέργεια της να ακούσει πως και γιατί βρέθηκαν ο πατριός της και ο γιός του στην γενέτειρα του Τσέτρι.


Η κατάσταση του Μάρκου δεν ήταν και τόσο σοβαρή. Είχε υποστεί κάποιες ελαφρές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις, ραγίσει μερικά πλευρά και σπάσει το δεξί του χέρι. Κάποιοι νοσοκόμοι όμως είχαν εντολή να επιβραδύνουν την ανάρρωση του παραλείποντας εσκεμμένα δόσεις από παυσίπονα και αντιβιώσεις. Η χορήγηση υπνωτικών χαπιών βοηθούσε στον έλεγχο του ασθενή και στην δημιουργία εσφαλμένης εντύπωσης για την κατάσταση του. Ο Μάρκος είχε υπερβεί τα εσκαμμένα και έπρεπε να πληρώσει. Πριν από λίγο καιρό και ενώ βρισκόταν στην Κέρκυρα ήρθε εκ νέου σε επαφή με τον Τσέτρι για να του επαναλάβει αυτό που σκόπευε να κάνει, την προβολή της υπόθεσης της Μαρίνας και της αδερφής του στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Για να ισχυροποιήσει την απειλή του εξύφανε ένα σχέδιο δολιοφθοράς στις εγκαταστάσεις εμφιάλωσης του εργοστασίου του Ιταλού στο νησί. Χωρίς ιδιαίτερο κόπο και με την βοήθεια φίλων ένα βράδυ πέρασε από ένα τυφλό σημείο στο εργοστάσιο όπου βρήκε μια μεγάλη παρτίδα  κρασιού έτοιμη για διανομή και την κατέστρεψε. Την επόμενη μέρα σηκώθηκε ευδιάθετος και πήγε στο αεροδρόμιο. Κάποια στιγμή το μεσημέρι, λίγο πριν την αλλαγή βάρδιας, ένας υπάλληλος τον πληροφόρησε ότι κάποιος κύριος ζητούσε να τον δει. Στο μπαλκόνι της αίθουσας υποδοχής τον περίμενε ένας ψηλός κουστουμαρισμένος άντρας γύρω στα πενήντα με σκληρά χαρακτηριστικά, ένα περιποιημένο μουστάκι, κομψά μαύρα γυαλιά ηλίου τα οποία και φορούσε κρύβοντας το νοσηρό του βλέμμα.
«Με ζητήσατε;» του είπε διακόπτοντας το αγνάντι των σταθμευμένων αεροσκαφών που βρισκόντουσαν μερικά μέτρα κάτω απ τα σιδερένια κάγκελα ασφαλείας, εκεί όπου ακουμπούσε βαριεστημένα εδώ και μερικά λεπτά.
«Κύριε Γεωργίου δεν θα σας κουράσω πολύ. Ήλπιζα να σας συναντήσω χθες βράδυ μετά την ‘επίσκεψη’ που μας κάνατε στις αποθήκες αλλά ήμουν καλεσμένος σε δείπνο. Θα σπάγαμε πλάκα οι δύο μας. Και γω δεν τον πάω τον Τσέτρι, με καταπιέζει. Να, σήμερα το πρωί που του ανέφερα για το βίντεο που δείχνει εσένα και την παρέα σου να διαλύετε τα εμπορεύματα, έγινε έξαλλος».
«Αλήθεια;» του πέταξε ο Μάρκος ειρωνικά.
«Άκουσε φιλαράκο, το αφεντικό κατέβηκε στο νησί σήμερα το πρωί και μου είπε απλά να σε προειδοποιήσω, δεν καταλαβαίνω γιατί σου φέρεται με το γάντι». Έκανε ένα βήμα και πλησίασε πολύ κοντά στ’ αυτί του Μάρκου πιάνοντας τον απ’ τον ώμο. «Εγώ σου λέω ότι θα βρεθείς πνιγμένος στα σκατά έτσι και συνεχίσεις τις μαλακίες, να εύχεσαι να μην υπάρξει επόμενη φορά που θα με δεις….» 
Εκείνος έκανε να τον σπρώξει μακριά του εκνευρισμένος αλλά εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε ένας συνάδελφος του για να κάνει τσιγάρο. Ο καλοντυμένος άγνωστος έκανε μεταβολή και απομακρύνθηκε αργά αργά. Λίγο πριν εξαφανιστεί απ’ το ενοχλημένο βλέμμα του Μάρκου γύρισε και τον σημάδεψε με το δάχτυλο του. Η αλήθεια είναι ότι δεν περίμενε μια τόσο γρήγορη αντίδραση απ’ τον Τσέτρι. Βρισκόταν στ’ αλήθεια εδώ; Σκόπευε να του τηλεφωνήσει την ίδια μέρα αλλά τον πρόλαβε. Δεν θα άλλαζε τα σχέδια εξ αιτίας αυτής της απροσδόκητης επίσκεψης. Το απόγευμα πετούσε για Ιταλία και το επόμενο πρωινό θα συναντιόταν με ένα δημοσιογράφο στη Νάπολι. Η εφημερίδα ‘Νοτίτσιε ντε λα Ματίνα’ αποτελούσε μια πρώτης τάξεως επιλογή για κάποιον που ήθελε να απευθυνθεί στις μάζες. Είχε λαϊκό χαρακτήρα, έγκυρες κοσμικές ειδήσεις οι οποίες εμφανίζονταν πάντα στο πρώτο φύλλο και πολλή μεγάλη κυκλοφορία. Ήταν μάλιστα ένα απ’ τα ενημερωτικά έντυπα που έφθαναν καθημερινά και στην Κέρκυρα.

Ο Λόρις Μαντσιάνο  καθόταν σε μια απ’ τις πιο κοσμικές πλατείες της πόλης, την Πιάτσα Μπελίνι σε ένα καφέ που είχε πάρει το όνομα του απ το διάσημο ηφαίστειο που βρισκόταν μερικά χιλιόμετρα έξω απ αυτήν και όχι από τον ίδιο τον διάσημο συνθέτη που στεκόταν ‘μαρμαρωμένος’ στο μέσον της. Πόσο πιο εύκολο να το έκανε; Φορούσε ένα κόκκινο κασκέτο με το λογότυπο της εφημερίδας ραμμένο ανάγλυφα στο μπροστινό μέρος για να τον αναγνωρίσει. Ο Μάρκος του είχε τονίσει ότι προσανατολίζεται δύσκολα και δεν σκαμπάζει μια από ρωμέικα. Οι λιγοστές πληροφορίες που του είχε δώσει απ’ το τηλέφωνο σχετικά με τα ερωτικά καμώματα του γνωστού οινοπαραγωγού φάνηκαν αρκετές για να φαντασιώνεται υπέρλαμπρη καριέρα στα μέσα ενημέρωσης, προαγωγή στην εφημερίδα, δική του ραδιοφωνική εκπομπή, γυναικάρες, αμάξια, κότερα…., εύκολη ζωή εν ολίγοις, αυτή που νομίζουν οι νέοι ότι έρχεται έτσι ξαφνικά και τους λύνει όλα τα προβλήματα. Ήταν ένας φιλόδοξος δημοσιογράφος που πίστευε ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Τι πουλούσε περισσότερα φύλλα; Μα οι ίντριγκες και τα σκάνδαλα των δημοσίων προσώπων, γιατί να ασχοληθεί με τα υπόλοιπα; Ηθικοί φραγμοί και αξιοπρέπεια ήταν για την παλιά φρουρά, τους ρομαντικούς όπως ο πατέρας του που έφαγε την ζωή του να αγωνίζεται για ένα καλύτερο Νότο και έπαθε εγκεφαλικό λίγο πριν πάρει σύνταξη.
Η πληθωρική παρουσία του Μάρκου έριξε τη σκιά της στην μεταλλική επιφάνεια του  τραπεζιού που παρατηρούσε αφηρημένος ο Λόρις.
«Καλημέρα, τελικά είχες δίκιο, δεν ήταν καθόλου δύσκολο Λόρις. Αν εξαιρέσεις ότι κόντεψαν να με πατήσουν δυο φορές - αυτά τα αναθεματισμένα βεσπάκια» πρόσθεσε στα ελληνικά. Η κουβέντα ξεκίνησε με την απαραίτητη παρουσία ιταλικού καφέ και την φλύαρη αναφορά του δημοσιογράφου για τα αξιοθέατα και την ιδιαίτερη ομορφιά του Νότου. Η αιώνια διαμάχη μεταξύ των δυο άκρων της Ιταλίας δεν ήταν σίγουρα κάτι που απασχολούσε τον Μάρκο εκείνη τη στιγμή. Ολόκληρες παράγραφοι απ’ τα λεγόμενα του διέσχιζαν απρόσκοπτα τις ακουστικές λεωφόρους του Έλληνα τυχοδιώκτη ανήμπορες όμως να εντοπίσουν την διασταύρωση που οδηγούσε στον εγκέφαλο του. Κάποια στιγμή η συζήτηση γύρισε στο επίμαχο θέμα. Ο Μάρκος προτίμησε όπως και στην τηλεφωνική τους συνομιλία να είναι φειδωλός. Ήθελε να εξασφαλίσει ότι θα υπάρξει περιορισμένη πληροφόρηση του κοινού για παν ενδεχόμενο. Διατηρούσε ακόμα την ελπίδα ότι ο Τσέτρι μπορεί να άλλαζε γνώμη και να ενέδιδε στις πιέσεις του. Πρότεινε λοιπόν στον δημοσιογράφο να προλειάνει το έδαφος της αποκάλυψης του σκανδάλου κυκλοφορώντας την είδηση για επικείμενη δημοσίευση στην έκδοση της επόμενης μέρας. Θα κέρδιζε λίγο χρόνο. Ο Τσέτρι θα ‘ρχοταν σίγουρα σε επαφή μαζί του.
«Φαντάζομαι ότι για αυτή την ιστορία αλλά και για τον κόπο σου θα έχεις σκεφθεί κάποια αμοιβή». Ο Μαντσιάνο δεν ήταν και κανένας άσχετος, αυτές οι πληροφορίες πληρώνονται αδρά. «Τι θα έλεγες για εικοσιπέντε χιλιάδες ευρώ για την δημοσίευση ολόκληρου του σκανδάλου;». Ε λοιπόν να και κάτι που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε περάσει καθόλου απ’ το μυαλό του Μάρκου. Μα βέβαια, θα μπορούσε να βγάλει και το κάτι τις του απ’ την τέταρτη εξουσία.
Οι δυο άνδρες αποχαιρετίστηκαν και συμφώνησαν να ξαναβρεθούν σε δυο μέρες. Καθώς έφευγαν σε διαφορετικές κατευθύνσεις κανείς τους δεν αντιλήφθηκε ένα κοντόχοντρο άντρα που σηκώθηκε από ένα τραπεζάκι λίγα μέτρα πιο κάτω. Αργότερα το απόγευμα ο Μάρκος θα επέστρεφε στο ξενοδοχείο, θα μάζευε τα λιγοστά του ρούχα και θα ξεκίναγε για το Χωριό χωρίς να έχει καταλάβει ότι τον παρακολουθούν.

Στο μεταξύ το ταξίδι-αστραπή του Τσέτρι στην Κέρκυρα δεν εξελίχθηκε όπως θα ήθελε. Η προκλητική συμπεριφορά του γιού της οικογένειας Γεωργίου τον ανάγκασε να τον αναζητήσει εκείνο το απόγευμα μέσω της μητέρας του. Η Μαρίνα ξαφνιάστηκε με την αιφνίδια εμφάνιση του στο πρακτορείο στο οποίο συνέχιζε να εργάζεται αλλά ως ιδιοκτήτρια πια. Τα πράγματα είχαν πάρει σίγουρα πολύ άσχημη τροπή. Και έγιναν ακόμα χειρότερα όταν έμαθε ότι ο Μάρκος είχε προκαλέσει ζημιές στο εργοστάσιο του Τσέτρι. Κανένα ίχνος γοητείας και καλοσύνης δεν φώτιζε πια το πρόσωπο του.
«Ο γιός σου βρίσκεται ένα βήμα πριν απ’ τη καταστροφή» της δήλωσε. «Γιατί δεν κατάφερε κάποιος να τον μαζέψει; Τώρα ίσως να ναι πια αργά. Πίσω από μένα και την εκλογή μου κρύβονται πολλοί και πολλά. Δεν ξέρω αν θα μπορέσω να τους σταματήσω. Νίπτω τας χείρας μου….».
Για πρώτη φορά βρέθηκαν από κοντά για τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Εκείνος ένοιωθε την έντονη ανησυχία της μάνας να ξετυλίγεται μέσα του, να τον βαραίνει. Η λύση ήταν πάντα η ίδια, φυγή. Θα επέστρεφε όσο πιο γρήγορα γινόταν στο Χωριό, στο σπίτι του, μακριά από ένα πρόσωπο που για κάποιο λόγο ασκούσε ακόμα επιρροή επάνω του. Το κρασί και η χημεία θα τον βοηθούσαν και πάλι να ξεχάσει τις συνέπειες της εγωπάθειας του.
Το επόμενο πρωινό ένα επίμονο κουδούνισμα τον ανέσυρε απ την μακάρια λήθη που του είχε δημιουργήσει ένα μίγμα λευκού κρασιού και υπνωτικών χαπιών. Απ’ την άλλη άκρη της γραμμής ακούστηκε η γνώριμη διαπεραστική φωνή του συνεργάτη του Μάσιμο Ντιάρκο.
«Καλημέρα Πάολο, διάβασες εφημερίδα σήμερα;»
«Έ;» ο Τσέτρι αποκτούσε σιγά σιγά επαφή με την πραγματικότητα.
«Πες να σου φέρουν την ‘Νοτίτσιε ντε λα Ματίνα’. Την Κυριακή λέει θα μας αποκαλύψουν κάτι καλό για σένα. Ο φίλος σου ο Έλληνας μίλησε τελικά. Δεν ξέρω τι ακριβώς θα γραφτεί, το ψάχνουμε. Μ’ ακούς ή αποκοιμήθηκες;»
Ο Τσέτρι άρπαξε την συσκευή και την πέταξε με δύναμη στον τοίχο. Δευτερόλεπτα αργότερα χτυπούσε το κινητό του. Ήξερε ποιος είναι άλλα δεν ήθελε να του ξαναμιλήσει. Μπήκε στο μπάνιο και έχωσε το κεφάλι του κάτω απ’ τη βρύση του νιπτήρα. «Τούτη θα ναι μια δύσκολη μέρα» σκέφθηκε.


Ήταν αργά τ’ απόγευμα στην Πανσιόν Αντόνιο’ς όταν ο Μορφέας αποφάσισε να ελευθερώσει τον Μιχάλη απ’ τα δεσμά του ύπνου δωρίζοντας του ένα μεγαλοπρεπέστατο πονοκέφαλο υπενθυμίζοντας του ότι η πραγματική ξεκούραση έρχεται μονάχα με το φως της αυγής. «Α, γέρασα. Θα γίνω και εγώ σαν τους συνταξιούχους που μαζεύονται στα καφενεία και αναπολούν τις ακούραστες περιπλανήσεις τους όταν τους αγαπούσε η νιότη» μουρμούρισε και σηκώθηκε αργά αργά απ’ το παλιό ντιβάνι. Ο νιπτήρας βρισκόταν μέσα στο δωμάτιο με ένα οβάλ καθρέπτη να κρέμεται ακριβώς πάνω από μια μικρή μαρμάρινη εταζέρα όπου κείτονταν ατάκτως τοποθετημένα τα είδη υγιεινής του Μιχάλη. Ευτυχώς είχε τοποθετηθεί εκ των υστέρων και βρύση για το ζεστό. Τα ξυράφια δεν γλίστραγαν συχνά στο πρόσωπο του αλλά όταν το έκαναν έπρεπε να συνοδεύονται από χλιαρό νερό. Σήμερα θα μπορούσε να κοπεί πιο εύκολα. Ο πονοκέφαλος δεν τον εμπόδιζε να ρίχνει κλεφτές ματιές στο κομοδίνο όπου βρισκόταν σιωπηλό το κινητό του. «Θα πάρει; Θα βρεθούνε;» Τελικά τελείωσε το τελετουργικό χωρίς απρόοπτα. Καθώς κινήθηκε προς την πόρτα για να πιάσει ένα πουκάμισο που είχε πρόχειρα κρεμάσει,    άκουσε βήματα στο διάδρομο. Έπειτα ένας λευκός φάκελος με το όνομα του γραμμένο με λατινικούς χαρακτήρες σύρθηκε από κάποιο βιαστικό χέρι κάτω απ’ την πόρτα. «Τώρα μάλιστα, έχουμε και ραβασάκια». Σε ένα χαρτί από τετράδιο, ένα κείμενο γραμμένο με αυστηρό καλλιγραφικό χαρακτήρα μαρτυρούσε μπροστά στα λαίμαργα μάτια του τις λεπτομέρειες της επόμενης συνάντησης. Μα τόση μυστικότητα; Πόσο κινδύνευε άραγε η Ρίτα αν την ανακάλυπτε κάποιος;
Μια ώρα αργότερα ο Μιχάλης σταματούσε για δεύτερη φορά στο ίδιο σημείο που είχε στρίψει το πρωί. Λίγο πριν φθάσει στο εστιατόριο θα έβρισκε στο δεξί του χέρι ένα άλλο χωματόδρομο τον οποίο και θα ακολουθούσε για δυο περίπου χιλιόμετρα. Είχε σχεδόν βραδιάσει και οι σκιές των βράχων που είχε παρατηρήσει αρκετές ώρες πριν κάτω απ’ το φως του ηλίου, φάνταζαν τώρα απειλητικές και αφιλόξενες. Ο δρόμος είχε ελικοειδή μορφή και φλέρταρε επίμονα με τον γκρεμό. Ευτυχώς για τα νεύρα του οδηγού ήταν σύντομος. Όταν ο μερικός χιλιομετρητής συμπλήρωσε δυο χιλιάδες μέτρα τα φώτα της μοτοσυκλέτας συνάντησαν το σκουρόχρωμο αυτοκίνητο της Ρίτας στην άκρη ενός πλατώματος. Ήταν το τέλος της διαδρομής. Λίγα μέτρα παρακάτω ένα λευκό σπίτι με κεραμιδοσκεπή και ένα μικρό περίβολο αψηφούσε την βαρύτητα χτισμένο στην άκρη ενός βράχου που έφερνε στο νου την άγρια ομορφιά απ’ τα Μετέωρα. Ο Μιχάλης προχώρησε μέχρι την είσοδο του σπιτιού και πριν προλάβει να ανοίξει την μικρή μαύρη σιδερένια πόρτα του κήπου, είδε την Ρίτα να προβάλει στο κεφαλόσκαλο κάτω απ το ζεστό κίτρινο φως που έριχνε ένα κομψό φανάρι κρεμασμένο πάνω από μια δίφυλλη ξύλινη πόρτα. Φορούσε ένα στενό άλυκο φόρεμα που έφτανε μέχρι τα καλοσχηματισμένα της γόνατα, τα μακριά καστανά μαλλιά της έπεφταν στους ώμους, το πρόσωπο της ελαφρά μακιγιαρισμένο για να καλύπτει το αδιάκριτο πέρασμα του χρόνου. Εκείνος κοντοστάθηκε σαν να είχε μόλις βρεθεί σε ένα επιβλητικό έργο τέχνης. Για μερικά δευτερόλεπτα ευχαρίστησε τον Κύριο – τώρα ποιόν Κύριο αφού δήλωνε άθεος - για την ικανότητα του να γοητεύει τέτοια πλάσματα και έπειτα αποφάσισε πως έφτασε η ώρα να κατεβάσει τον διακόπτη και να αφεθεί στο παιχνίδι του έρωτα. 


Σχόλια