Διακοπές στο Χωριό, Κεφάλαιο Όγδοο - Φινάλε


VIII.



Έφθασε στην πανσιόν του Αντόνιο περασμένες τέσσερις. Την άλλη μέρα δεν θυμόταν τι μεσολάβησε απ’ τη στιγμή που κατέβηκε απ’ την μηχανή μέχρι να βρεθεί ξαπλωμένος στο σκληρό στρώμα του δωματίου. Γι αυτό και όταν ο ήλιος εισέβαλε απρόσκλητος μέσα απ’ τα τζάμια της μπαλκονόπορτας και τον ξύπνησε πολύ πριν από όσο θα θελε, συνειδητοποίησε πως το βράδυ είχε ξεχάσει να τραβήξει την σκουρόχρωμη κουρτίνα που θα τον προστάτευε. «Τι βάρβαρος τρόπος να ξυπνήσεις» μουρμούρισε προσπαθώντας με κόπο να προσαρμόσει το βλέμμα του στον ηλιόλουστο χώρο. Παρατήρησε εύθυμα ότι απ’ τη μέση και πάνω φορούσε πουκάμισο και από κάτω ήταν ξεβράκωτος! «Μήπως κοιμήθηκα με την Δήμητρα και δεν το κατάλαβα;» σκέφθηκε καθώς έκανε την κίνηση που είχε παραλείψει πριν πέσει για ύπνο. Έπειτα κοίταξε το ρολόι. Ήταν οκτώ παρά δέκα. Συζήτησε με τον εαυτό του την πιθανότητα να ξανακοιμηθεί. Δεν πέρασαν ούτε δυο λεπτά απ’ τη στιγμή που οριζοντιώθηκε όταν κουδούνισε το κινητό του. Η φωνή της Βέρας ακουγόταν νυσταγμένη.
«Γεια σου Λάκη μου, σε ξύπνησα;» . Ο Μιχάλης ήξερε ότι αυτό το υποκοριστικό ισοδυναμούσε με δυσαρέσκεια. Πριν αναχωρήσει απ’ την Ελλάδα είχαν μείνει σύμφωνοι να μην έρθουν σε επαφή κατά την διάρκεια της απουσίας του παρά μόνο αν προέκυπτε κάποια ανάγκη. Ή μάλλον εκείνος το είχε απαιτήσει.
«Μου λειψες. Δεν άντεξα και σε πήρα. Πως τα περνάς κάθαρμα;»
«Και μένα μου λειψες. Όλα καλά; Τις τελευταίες τρεις μέρες έχουν συμβεί σημεία και τέρατα. Θα στα πω όμως από κοντά πολύ σύντομα. Επιστρέφω. Θα σε πάρω μόλις ξεκινήσω».
«Ελπίζω να μην έμπλεξες με καμιά Ιταλίδα και να μας ξέχασες». Τον ευχαριστούσε το ενδιαφέρον της. Το τηλεφώνημα της τον ξύπνησε για τα καλά. Έπρεπε να ξεμπερδεύει μ’ αυτή την ιστορία. Σχημάτισε τον αριθμό της Δήμητρας.


Ο τάφος του Τσέτρι βρισκόταν καταμεσής του αμπελώνα που απλώνονταν σε μια μικρή κοιλάδα μερικά μέτρα πιο κάτω απ’ το αρχοντόσπιτο της οικογένειας. Το χωμάτινο μονοπάτι που έφτανε στον ειδικά διαμορφωμένο χώρο είχε ανοιχτεί πρόσφατα μέσα απ’ τα κλήματα. Η Δήμητρα παρατήρησε ότι κάποιος καθάριζε και φρόντιζε το μνήμα πολύ συχνά. Υπήρχαν πανέμορφα φρέσκα αγριολούλουδα σε ένα χτιστό βάζο από λαμπερό αλάβαστρο στην κορυφή της μαρμάρινης πλάκας που ήταν κεκλιμένη και στραμμένη προς την ανατολή. Ο σταυρός με το όνομα του ήταν αρκετά μεγάλος σε ύψος και ξεχώριζε από μακριά. Το πρωινό βοριαδάκι χάιδευε απαλά τα κατάμαυρα μαλλιά της καθώς στεκόταν πλάι του και αγνάντευε την βραχώδη άκρη του λόφου και στο βάθος το βαθύ μπλε της θάλασσας. Πόσο θα την ευχαριστούσε αν αυτή η γλυκιά ανατριχίλα που ένοιωθε προερχόταν από ένα άγγιγμα του. Πως θα ήταν άραγε η σχέση τους αν τον ανακάλυπτε έστω και μερικούς μήνες νωρίτερα; Είχε μάθει να ζει με την απουσία του, τώρα θα μάθαινε άραγε να ζει με την ματαιότητα της; Τους λογισμούς της διέκοψε ένα άλλο άγγιγμα, πιο γήινο.
«Όμορφα είναι εδώ πάνω. Αυτό το μέρος είναι τόσο ιδιαίτερο όσο και το κρασί του. Αλήθεια έχεις πιεί λευκό κρασί του πατέρα σου;» της είπε ο Μιχάλης. Την είχε αφήσει μόνη  με τις σκέψεις της κάμποση ώρα.
«Ναι, ήταν και το πρώτο πράγμα που έκανα αφότου έμαθα για την ύπαρξη του. Να πιω ένα μπουκάλι στην υγειά μας. Έτσι για το καλωσόρισμα. Κι ας μην ήμασταν μαζί. Κι ας αισθανόμουν ότι ουσιαστικά τίποτε δεν με συνδέει μαζί του παρά μόνο η συγγένεια».
«Αλήθεια τι είχατε πει εκείνο το βράδυ;»
«Κάτω από άλλες προϋποθέσεις θα σου ‘λεγα πως είσαι αδιάκριτος. Όμως έπειτα από όλα αυτά που περάσαμε χθες βράδυ μαζί….»
«Δεν θα επιμείνω. Καταλαβαίνω πως είναι κάτι προσωπικό».
«Ήταν πολύ αμήχανα. Και απ’ την δική μου αλλά και απ’ την δική του πλευρά. Δεν μιλήσαμε πάνω από δέκα λεπτά. Ρωτούσε ο ένας τον άλλο τι κάνει, πως τα περνάει. Μου είπε ότι μαθαίνει νέα μου απ’ την Μαρίνα την μητέρα μου. Κανείς δεν έθιξε το επίμαχο θέμα, ούτε πώς ούτε γιατί. Δεν απογοητεύτηκα. Ίσα ίσα που ανακουφίστηκα που δεν μπήκαμε σε τίποτα λεπτομέρειες. Στο τέλος μου πρότεινε να ειδωθούμε. Στο Βέλγιο, στην Ιταλία, στην Κέρκυρα, όπου ήθελα. Ακουγόταν κουρασμένος αλλά θέλω να πιστεύω και χαρούμενος. Τα υπόλοιπα τα ξέρεις όπως δυστυχώς και εγώ».
«Θα θελες να πηγαίνουμε;». Ο Μιχάλης έπιασε το χέρι της και οι δυο τους κατηφόρισαν προς το χωριό. Σε λίγη ώρα θα βρισκόντουσαν και πάλι στο νοσοκομείο. Πρώτα όμως έπρεπε να περάσουν απ’ την πανσιόν του Αντόνιο.

Βρήκαν τον ιδιοκτήτη  καθισμένο με μια εφημερίδα στο χέρι να ξεκουράζεται απ’ την πρωινή φροντίδα του κήπου.
«Καλημέρα αμίκο, πως είσαι;» του είπε και σηκώθηκε να του σφίξει το χέρι. Τα νέα είχαν ήδη κυκλοφορήσει στο μικρό χωριό. Ο κόσμος μίλαγε για το επεισόδιο με τον Ντιάρκο και κάποιοι διέδιδαν ότι είχε βάλει το χεράκι του και ένας ξένος. Ο Αντόνιο γνώριζε κάποιον που φαίνεται ότι τελικά δεν πήρε στα σοβαρά τις προειδοποιήσεις του.
«Το πρωί δεν σε πρόλαβα. Βρισκόμουν κατάλαβες που και μέχρι να βγω…Η σινιόρα;» Ο Αντόνιο χρειάστηκε να κρατηθεί απ’ την ξύλινη καρέκλα μόλις άκουσε ποια ήταν η γυναίκα με τα πυκνά φρύδια και το ωραίο χαμόγελο που στεκόταν λίγο πιο πίσω απ’ τον Μιχάλη.
«Δηλαδή θες να μου πεις ότι με την Δήμητρα είμαστε…..συγγενείς;».
«Θα μπορούσατε να το πείτε και έτσι» του απάντησε έκπληκτη εκείνη. Ο Αντόνιο φώναξε την Μάρτα και οι τέσσερις τους κάθισαν στον νοτισμένο κήπο γύρω από ένα στρογγυλό τραπέζι φορτωμένο με φρέσκο καφέ, μερικές φέτες ψωμί και ντόπιο μέλι συζητώντας για τον Τσέτρι και τα γεγονότα της περασμένης νύχτας. Οι λεπτομέρειες που γνώριζε ο Μιχάλης για το σκοτεινό παρελθόν του οινοπαραγωγού δεν αναφέρθηκαν απ’ τα ξαδέρφια του. Άλλωστε όσα δεν γνώριζε η κόρη του δεν υπήρχε λόγος να τα μάθει. Δεν έτρεφε αυταπάτες. Ο πατέρας της ήταν ένας ήπιος γκάγκστερ!
Ένα αυτοκίνητο σταμάτησε έξω απ’ την πανσιόν και ο θόρυβος διέκοψε την κουβέντα. Στην είσοδο φάνηκε η μικρόσωμη σιλουέτα του επιθεωρητή Ζαλέτι.
«Θυμήθηκα ότι μου είχες πει πως μένεις σ’ αυτό το μέρος και ήρθα να σε αναζητήσω. Έρχομαι απ’ το νοσοκομείο. Η ομάδα δεν τράβηξε, έχουμε απώλειες». Ο Ζαλέτι αρέσκονταν στο να ποδοσφαιροποιεί τις καταστάσεις όσο κρίσιμες και αν ήταν. Ήταν φανατικός Ναπολιτάνος και δεν έχανε εύκολα αγώνα της ομάδας του. Επειδή ήταν βραχύσωμος και το παρουσιαστικό του θύμιζε λίγο τον μάγο της μπάλας που άφησε εποχή στον Νότο, τον αποκαλούσαν Ντιεγκίτο. Μια μικρή αστάθεια στο βάδισμα ήταν το κουσούρι που του είχε αφήσει η μέχρι τώρα εμμονή του με τις υποθέσεις πίσω απ’ τις οποίες κρυβόταν η ιταλική Μαφία.
«Ο Ντιάρκο έπαθε ένα ακόμα ισχυαιμικό επεισόδιο και δεν άντεξε». Τα μαύρα εκφραστικά του μάτια αναζήτησαν το ανήσυχο βλέμμα του Μιχάλη. «Ύστερα απ’ αυτή την εξέλιξη θα σας συμβούλευα να επισπεύσετε την αναχώρηση σας. Μου αρκεί η κατάθεση του υπηρέτη. Ο Μάριο θα μπει σε πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων, θα αλλάξει όνομα και θα εξαφανιστεί απ’ το χωριό του. Για την ώρα θα έχουμε ησυχία αλλά μόλις αποφασιστεί ποιός θα αναλάβει τα καθήκοντα του Ντιάρκο όλο και  κάποιου οι ορέξεις θα ανοίξουν.».
«Και ο Νικηφόρος;»
«Είναι πολύ καλύτερα, εγχειρίστηκε το πρωί. Αλλά θα σας τα πει ο ίδιος από κοντά. Φαντάζομαι ότι θα περάσετε μια βόλτα απ’ το νοσοκομείο καθώς θα φεύγετε. Μέχρι τότε θα έχει αναλάβει πλήρως απ’ τη νάρκωση. Εγώ φεύγω και όπως είπαμε. Το παιχνίδι έληξε. Τσάο!»
«Μισό λεπτό» τον σταμάτησε η Δήμητρα. «Τον δημοσιογράφο τον βρήκατε;»
«Δυστυχώς αρκετή ώρα μετά απ’ τους διώκτες του. Νεκρό».
Το γελαστό πρόσωπο της Δήμητρας παραμορφώθηκε στο άκουσμα της τελευταίας λέξης. Τα τρομαγμένα μάτια της έμειναν να παρακολουθούν το αστείο βάδισμα του επιθεωρητή προς την έξοδο. Το εισιτήριο επιστροφής που έβγαλε απ’ τις Βρυξέλλες ήταν για την επόμενη μέρα το πρωί. Πως θα κυλούσε άλλη μια μέρα σε ένα τόπο που μύριζε αίμα; Ο Μιχάλης που παρατήρησε την απότομη μεταβολή στην διάθεσή της έσπευσε να την καθησυχάσει.
«Έχουμε χρόνο ακόμα, μην ανησυχείς».
«Πως μπορείς να είσαι τόσο βέβαιος;».
«Οι μαφιόζοι μπορεί να είναι αδίστακτοι αλλά δεν θα σκοτώσουν πάλι τη στιγμή που ενδεχομένως να πρέπει να φυλαχτούν και οι ίδιοι απ’ τους επίδοξους μνηστήρες για την θέση του Ντιάρκο» της πέταξε η Μάρτα που παρακολούθησε την κουβέντα με τον επιθεωρητή. «Κάτι ξέρουμε και εμείς, πίστεψε με».
Τα ξαδέρφια του Τσέτρι της κράτησαν συντροφιά μέχρι ο Μιχάλης να μαζέψει τα ρούχα του και να ετοιμαστεί. Κάποια στιγμή φώναξε τον Αντόνιο.
«Χρειάζομαι ένα δεύτερο κράνος για τη φίλη μου. Που μπορώ να βρω στο χωριό;»
«Πολύ ευχαρίστως να σου δώσω το δικό μου και μην ανησυχείς. Πέρσι το αγόρασα, δεν έχει καμιά σχέση με την ηλικία μου! Ήλπιζα ότι κάποια μέρα θα βγαίναμε βόλτα παρέα αλλά με το ξερό σου το κεφάλι τα πράγματα ήρθαν αλλιώς».
«Και εγώ θα το θελα Αντόνιο. Την επόμενη φορά…»
«Μα και βέβαια. Θα χαρούμε να σας ξαναδούμε. Όσο για κάποιους άλλους μάλλον θα σε έχουν ξεχάσει μέχρι τότε….»

Ο Μιχάλης έριξε μια κλεφτή ματιά στον καθρέπτη καθώς άφηναν πίσω το σταυροδρόμι που οδηγούσε στο Χωριό. Ακόμα μπορούσε να διακρίνει την πρώτη στροφή και το σημείο όπου βρισκόταν ο ξενώνας του Αντόνιο και πιο πίσω την είσοδο του χωριού. Το ασυνήθιστο σφίξιμο που ένοιωθε στην μέση τον εμπόδιζε να απολαύσει τις τελευταίες εικόνες της τοποθεσίας. Η συνεπιβάτης του τον είχε αγκαλιάσει ασυναίσθητα με παραπανίσια δύναμη. Δεν είχε ξανανεβεί σε μοτοσικλέτα. Προσπαθούσε να χαλαρώσει και να παρακολουθήσει την διαδρομή σαν να βλέπει ένα ντοκιμαντέρ δίχως σχόλια αλλά δεν έπαυε να αναρωτιέται κάθε φορά που η μηχανή έπαιρνε κλίση αν θα διατηρούσε την πορεία της μέχρι να επανέλθει στον κάθετο άξονα ή θα έχανε τα αυγά και τα πασχάλια όπως εκείνος ο άμοιρος ο ξένοιαστος καβαλάρης όταν τον πυροβόλησαν στο τέλος της ταινίας και σύρθηκε μέχρις εσχάτων στην αφιλόξενη επιφάνεια της ασφάλτου. Ή μήπως δεν είχε γίνει έτσι; Ευτυχώς η πρώτη εμπειρία σε δυο τροχούς έλαβε αίσιο τέλος με την άφιξη τους στο νοσοκομείο.
Στην υποδοχή έγινε έλεγχος των στοιχείων τους από ένα ένστολο αστυνομικό και έλαβαν τις απαραίτητες ταυτότητες για τους επισκέπτες. Ο Αλέξανδρος απουσίαζε απ’ το δωμάτιο που νοσηλευόταν ο γιος του. Στην λευκή πλαστική καρέκλα που ακουμπούσε στο άδειο κρεβάτι  καθόταν μια κομψή γυναίκα με κοντά βαμμένα κόκκινα μαλλιά γύρω στα εξήντα. Στα γόνατα της αναπαυόταν μια πρωινή εφημερίδα. Στην πρώτη σελίδα αναγραφόταν με πηχυαίους τίτλους η παρακάτω είδηση : ‘Η αλήθεια για το σκάνδαλο Τσέτρι’ από τον Λ. Μαντσιάνο.
«Μαμά; Πως; Πότε;» οι λέξεις έβγαιναν δύσκολα απ’ την έκπληκτη Δήμητρα.
«Ο Αλέξανδρος. Με πήρε χθες βράδυ. Καιρός ήτανε να μάθω και ‘γω για τον γιο μου δεν νομίζεις; Βρήκα μια πτήση αξημέρωτα και να μαι! Όσο για τον πατριό σου. Είναι για καφέ στον τελευταίο όροφο με τον αδερφό σου. Μάλλον έχει φοβηθεί πολύ για την ζωούλα του. Για να μην πω και καμιά άλλη κουβέντα. Δεν θα με συστήσεις;»
Τα μάτια του Μιχάλη είχαν καρφωθεί ασυναίσθητα σε εκείνη την εφημερίδα. «Αυτός ο τύπος έπαιζε διπλό παιχνίδι» του ξέφυγε αφηρημένα». Η Μαρίνα ήλπιζε ότι ο γοητευτικός άνδρας που ξεφύλλιζε ανυπόμονα την ‘Νοτίτσιε ντε λα Ματίνα’ ψάχνοντας για το επίμαχο άρθρο και συνόδευε την κόρη της ήταν κάτι παραπάνω από φίλος. Γι αυτό και απογοητεύτηκε όταν κατάλαβε ότι το ταξίδι του με τη Δήμητρα θα σταματούσε εδώ. Δεν υπήρχε πια λόγος να την συνοδεύσει στη Ρώμη για να πάρει το αεροπλάνο της επιστροφής. Κάπου ανακουφίστηκε και ο ίδιος μ’ αυτή την εξέλιξη. Είχε αναπτυχθεί μια οικειότητα μεταξύ τους η οποία πίστευε ότι έκρυβε μια ερωτική προδιάθεση από μέρους της. Εκείνη χάρηκε που δεν θα συνεχιζόταν η πορεία της σε δυο τροχούς αλλά νόμισε ότι θα ξαναβρισκόντουσαν το βράδυ στην πεφωτισμένη πρωτεύουσα για μια ρομαντική βραδινή βόλτα γύρω απ’ το Κολοσσαίο.
«Λέω να γυρίσω μέσω Μπάρι. Άλλωστε σ’ αφήνω σε καλά χέρια» της είπε κάπως αμήχανα αποφεύγοντας να αντικρύσει το συνοφρυωμένο της πρόσωπο. «Να πηγαίνω σιγά σιγά. Θα περάσω κι απ’ τον Νικηφόρο….θα σου στείλω μήνυμα μόλις φτάσω στην Ελλάδα» πρόσθεσε αδέξια.
Τελικά ήταν πιο δύσκολο απ’ όσο περίμενε. Ακόμα και για τον ίδιο παρόλο που η Δήμητρα δεν ήταν ο τύπος της γυναίκας που τον γοήτευε.
Ο Νικηφόρος υποδέχθηκε τον Μιχάλη περιστοιχισμένος από διάφορες συσκευές να λειτουργούν ολόγυρα του, σωληνάκια να εξέχουν και μια ευτραφή νοσοκόμα να τον προσέχει.
«Δεν καταλαβαίνω γιατί ανησυχούν τόσο πολύ αγαπητέ μου. Χαίρω άκρας υγείας. Δεν το βλέπουν;» του είπε εύθυμα αλλά κάπως κουρασμένα.
«Ξέρεις;  Ειδοποίησαν τον αδερφό μου στην Κεφαλονιά. Άφησε γυναίκα, παιδιά, δουλειά – είναι πολιτικός μηχανικός και πολύ καλός, δουλεύει ακατάπαυστα – θα ‘ρθει να με δει. Φθάνει απόψε το βράδυ. Ο Ζαλέτι με ενημέρωσε για τον Λόρις και τον Ντιάρκο. Τι ιστορία κι αυτή! Αν τελικά δεν βρεθεί καμία διαθήκη η φίλη σου η Ρίτα τα παίρνει όλα και φεύγει. Αν δεν το χει κάνει ήδη! Να δικάσουμε κανένα δεν έχουμε. Οπότε….»
«Οπότε πολύ κακό για το τίποτα που θα λεγε και ο Σαίξπηρ».



Ο γκρίζος επιβλητικός όγκος του νοσοκομείου καθρεφτίζονταν στην τεχνητή λιμνούλα πίσω από την οποία στεκόταν εδώ και κάμποση ώρα η μηχανή του Μιχάλη, περιμένοντας υπομονετικά την στιγμή που θα ξεμουδιάσει και πάλι και θα ξεχυθεί παρέα με τον κύριο της στους δρόμους του κόσμου. Η ροή της επιστροφής τους διακόπηκε απ’ το πολύωρο διάλειμμα στο πλοίο. Μέχρι εκείνη την ώρα ο Μιχάλης είχε οδηγήσει πολύ γρήγορα κρατώντας  πρόσωπα, εικόνες και γεγονότα όμηρους της αδρεναλίνης και της αυτοσυγκέντρωσης. Νωρίς το απόγευμα έφτασε στο Μπάρι. Ανέβηκε στο κατάστρωμα του πλοίου, έκατσε σε ένα σιδερένιο παγκάκι και έπιασε να παρατηρεί τους συνεπιβάτες.

Σε λίγες ώρες θα βρισκόταν στο έμπα της πρωτεύουσας. Θα έφτανε  σπίτι. Η Βέρα θα τον περίμενε. Καθώς άφηνε πίσω του τον όμορφο Νότο άφησε και την νοσταλγία του για επιστροφή στην Αθήνα. Τόσο απλά και εύκολα. Ήθελε να συνεχίσει το ταξίδι με διαφορετική κατάληξη μα την μικρή του επανάσταση έπνιξε η λογική. Το ίδιο βράδυ βούλιαζε στην πολυθρόνα του γραφείου του. Η Βέρα κοιμόταν στο διπλανό δωμάτιο. Σύντομα όλα επανήλθαν στους φυσιολογικούς ρυθμούς και το μόνο που έμεινε εκτός απ’ τις αναμνήσεις που αραίωναν επιλεκτικά ήταν τα μηνύματα που του έστελνε συχνά πυκνά η Δήμητρα. Στο τελευταίο απ’ αυτά του έγραφε :
«Ο καιρός στις Βρυξέλλες είναι και πάλι βροχερός. Είμαι λίγο αδιάθετη και αποφάσισα να μην δουλέψω. Άνοιξα ένα μπουκάλι με λευκό κρασί του πατέρα μου και το ήπια στην υγειά σου…..» 

Τέλος


Σχόλια