Φθινοπωρινό διήγημα 'Η κυρία Σι'


Η κυρία Σι

Η κυρία Σι

Το φλιτζάνι του καφέ βρισκόταν πάνω σε ένα μαρμάρινο τραπέζι που κάποτε υπέφερε απ’ τους κραδασμούς μιας ραπτομηχανής Singer. Δεν ήξερα τότε ότι εκτός απ’ τη μάρκα, αυτά τα χρυσωπά γράμματα σχημάτιζαν ένα ουσιαστικό, άρρηκτα συνδεδεμένο με την μουσική. Το μεγάλο μου πάθος. Ίσως και λάθος. Δεν έγινα ποτέ τραγουδιστής. Το κοινό μου ήταν τα πνευμόνια μου, η καρδιά μου, το μυαλό μου. Γενικά ότι υπήρχε εσωτερικά. Ήταν κλειστό ή έκλεινε ερμητικά απ’ τους άλλους. Το μπάνιο για παράδειγμα. Έκλεινα την πόρτα, τράβαγα την πλαστική κουρτίνα, άνοιγα το νερό και τραγούδαγα ότι είχε πιάσει τ’ αυτί μου απ’ το διπλανό διαμέρισμα όπου έμενε η κυρία Σι με την μικρή της κόρη. Ξέρω που πηγαίνει το μυαλό σας αλλά ή βιάζεστε ή έχετε διαβάσει πολύ.
Η κυρία Σι είχε τόση σχέση με τις νότες όση και εγώ. Η κόρη της όμως έμελλε να ασχοληθεί σοβαρά με την μουσική και να τιμήσει το μονοσύλλαβο επίθετο της με το παραπάνω. Η μητέρα της τραγουδούσε απ’ την ώρα που ο πατέρας μου τραβούσε το ξύλινο ρολό για να ξυπνήσω και να πάω σχολείο μέχρι το βράδυ που το ξανάκλεινε η μητέρα μου για να πέσω και πάλι για ύπνο και να ξανασηκωθώ το πρωί και πάει γράφοντας, ενώ η κόρη της γρατζουνούσε το βιολί κάμποσες ώρες μέσα στην βδομάδα. Καμιά δωδεκαριά χρόνια θα ήταν όλη αυτή η ιστορία. Δηλαδή το σχολείο, η κυρία Σι και το βιολί. Έπειτα χώρισαν οι δρόμοι μας αφού αναγκάστηκα να φύγω απ’ το πατρικό μου λόγω ανωτέρας βίας. Αυτό που είχε κάνει εντύπωση στο μικρό μου το μυαλό ήταν η παύση κάθε μουσικής δραστηριότητας το Σαββατοκύριακο. Παρασκευή βράδυ κλείναμε συνήθως με ένα Σινάτρα, εκεί γύρω στις έντεκα, λίγο πριν η τηλεόραση της ανοίξει, η δική μας σβήσει και τα μάτια μου κλείσουν κι αυτά βλέποντας κάπου εκεί μέσα στο σκοτάδι, καλειδοσκοπικές αποχρώσεις από τον κόσμο των ονείρων.
Και έτσι παράμενε για μένα ένα μυστήριο που δεν μου το έλυσε ούτε ο πατέρας μου, ούτε η μητέρα μου όπως τόσα και τόσα άλλα που ξεπηδούσαν κάθε τρεις και λίγο μέσα από τον μικρόκοσμο μου. Πήρα την πιο απλή εκδοχή, την τοποθέτησα στο τέλος κάθε βδομάδας και άφησα τη περιέργεια μου να αδρανήσει και την φαντασία μου να με βοηθήσει. Κάπου θα πήγαινε. Εκδρομή. Με ευχαριστούσε να φαντάζομαι ότι επισκεπτόταν κάθε φορά και διαφορετικά μέρη, γεμάτα με φυσικές ομορφιές σαν κι αυτές που έβλεπα σε εκείνα τα κίτρινα περιοδικά με τα ξένα γράμματα που μάζευε ο πατέρας μου. Άραγε την έπιανε ο ίδιος οίστρος και εκεί και τραγουδούσε καθώς ανέβαινε ένα δύσβατο μονοπάτι μαζί με την κόρη της;
Ο πατέρας μου είχε απορήσει με την ξαφνική μου στροφή προς τις ξένες γλώσσες και την ανυπομονησία που έδειχνα όταν πλησίαζε η μέρα που ο ταχυδρόμος θα άφηνε το National Geographic στο μεταλλικό κουτί με το ονοματεπώνυμο του. Το νέο τεύχος δεν προλάβαινε πια να ακουμπήσει στο γραφείο του, το είχα σηκώσει και ξεφυλλίσει με το βλέμμα μου πριν καν το ανοίξει. Έβρισκα τέσσερις τοποθεσίες, έκοβα τις φωτογραφίες  κάτω από τις ισχνές διαμαρτυρίες του και τις έπαιρνα στο δωμάτιο μου καρφιτσώνοντας τις με χρωματιστές πινέζες σε ένα πίνακα από πεπιεσμένο χαρτί που κρεμόταν πάνω απ’ το κρεβάτι μου. Και έπειτα άνοιγα ένα μπλοκ ιχνογραφίας στο μυαλό μου και έντυνα την κυρία Σι - της οποίας η μορφή έμοιαζε με μια μεγάλη νότα, ας πούμε με ένα σι μπάσο – με εφαρμοστά φορέματα, απίστευτα χτενίσματα και τεράστια γυαλιά ηλίου. Όσο για την κόρη, ακολουθούσε και εκείνη κάπου πιο πίσω αλλά δεν της έδινα σημασία. Τα αγόρια δεν παίζουν με τα κορίτσια της ηλικίας τους αλλά τα γοητεύουν οι μεγάλες. Και την επόμενη βδομάδα επαναλάμβανα την διαδικασία με το περιοδικό που στο τέλος του μήνα είχε γίνει φύλλο και φτερό. ‘Μου φαίνεται ότι θα πληρώσεις εσύ την συνδρομή για την επόμενη χρονιά’ μου είχε δηλώσει κάποια στιγμή ενοχλημένος ο πατέρας μου.
Μια μέρα οι γονείς μου αποφάσισαν ότι είχε φθάσει η στιγμή να μ’ αφήσουν εντελώς μόνο στο σπίτι και έτσι αφού με φίλησαν στο μέτωπο και οι δύο – σημάδι ότι παρόλα αυτά ανησυχούσαν – έφυγαν με προορισμό την εξοχική κατοικία φίλων τους  λίγο έξω απ’ την πόλη. Δεν θ’ αργούσαν  με διαβεβαίωσαν. ‘Τι κρίμα!’ είχα σκεφθεί εγώ. Αλλά απ’ το τίποτα καλές ήταν και οι ώρες που θα μεσολαβούσαν μέχρι αργά τ’ απόγευμα οπότε και  θα τους ξαναέβλεπα. Ήταν Σάββατο. Υπέθεσα ότι η κυρία Σι δεν είχε φύγει ακόμα γιατί έτσι ήθελα να πιστεύω. Την έστησα πίσω απ’ την πόρτα, κόλλησα τις βλεφαρίδες μου στο ματάκι και περίμενα να εμφανιστεί μέσα στο παραμορφωμένο στρογγυλό κάδρο το πρόσωπο της τραγουδίστριας. Δεν την είχα δει ποτέ από κοντά. Μερικές φορές είχε τύχει να περνάει απ’ το απέναντι πεζοδρόμιο και να την χαιρετάει η μητέρα μου. Από την άλλη μεριά του δρόμου μου φαινόταν πολύ ασήμαντη και καθημερινή για να είναι η πραγματική κυρία Σι. Μέσα μου υπήρχε η φωνή της. Μια φωνή ζεστή που μου θύμιζε κυρίες της τζαζ. Το ρεπερτόριο της άλλωστε περιείχε κομμάτια απ’ την χρυσή περίοδο αυτού του είδους της μουσικής, δείγματα του οποίου υπήρχαν και στην δισκοθήκη του σπιτιού δίχως όμως να ακούγονται συχνά απ’ το μαύρο πλατό του πικάπ μας.
Άρχισα να ιδρώνω. Ακουμπούσα στην ξύλινη πόρτα, την πίεζα μάλλον σαν να προσπαθούσα ασυναίσθητα να την φέρω πιο κοντά με την δική της, να την ανοίξω και να μπω ξαφνικά στο σπίτι της. Μα να που τώρα η δική της πόρτα άνοιγε, ένα έντονο φως ξέφευγε από το κατώφλι της και δεν μ’ άφηνε να διακρίνω παρά μονάχα την σιλουέτα της. Και ύστερα η πόρτα έκλεισε, μαζί και το φως του διαδρόμου. Σκοτάδι. Μέτρησα γρήγορα μέχρι το δέκα και άνοιξα την πόρτα μας. Η κυρία Σι βρισκόταν ήδη πίσω από μια άλλη, αυτή του ανελκυστήρα και για δεύτερη φορά έβλεπα μέρος απ’ τη σιλουέτα της να διαθλάται μέσα απ’ το θαμπό τζάμι. Δεν την πρόλαβα. Μπήκα στο σπίτι, πήρα μια καρέκλα απ’ την κουζίνα και ένα βιβλίο απ’ την βιβλιοθήκη, το πρώτο που έπιασα στην τύχη και κάθισα στο κατώφλι να περιμένω. Ναι, δεν θα μου ξέφευγε πάλι.
 Γύρισα και κοίταξα το εξώφυλλο του βιβλίου που θα μου κρατούσε συντροφιά και θα με βοηθούσε να κερδίσω τον χαμένο χρόνο που ενδεχομένως να μου επιφύλασσε μια μεγάλη σε διάρκεια αναμονή. ‘Ο Αιγύπτιος’ του Μίκα Βαλτάρι. Δίχως να το ξέρω η επιλογή μου ήταν η πιο κατάλληλη αφού θα μπορούσα να είχα μείνει βιδωμένος μέχρι το επόμενο πρωί διαβάζοντας αυτό το υπέροχο μυθιστόρημα. Ξεκίνησα τις πρώτες σελίδες σκεπτόμενος ότι το μυαλό μου και μια από τις πέντε αισθήσεις μου θα πάλευαν σκληρά για να αποδιώξουν την πραγματικότητα και βρέθηκα σε ελάχιστο χρόνο τόσο  απορροφημένος που είχα ξεχάσει κιόλας την κυρία Σι.
Πρέπει να είχε περάσει περίπου μια ώρα όταν ο θόρυβος που έκανε ο ανελκυστήρας κατά την άφιξη του στον όροφο μας, κατάφερε να αποσπάσει την προσοχή μου. Η κυρία Σι είχε επιστρέψει ανέλπιστα γρήγορα. Ίσα που πρόλαβα να σηκωθώ από την μεταλλική καρέκλα για να την χαιρετήσω.
‘Εσύ θα πρέπει να ’σαι ο Γρηγόρης’ μου είπε χαμογελαστή. ‘Άστα, που να στα λέω. Το αυτοκίνητο μου αρνήθηκε να ξεκινήσει σήμερα. Απ’ όλες τις μέρες σήμερα βρήκε. Ευκαιρία να πάρω το τραμ’.
‘Τραμ;’ τη ρώτησα απορημένος. Δεν περνούσε τραμ απ’ το σπίτι μας.
‘Χμ, ναι. Που να σου λέω τώρα, μεγάλη ιστορία. Έχεις δίκιο πάντως. Άλλωστε έτσι το ’πα’. Δεν μου έβγαινε και πολύ νόημα απ’ τα λεγόμενα της.
‘Μην ανησυχείς, δεν τα χω χαμένα’.
‘Σας ακούω που τραγουδάτε κάθε μέρα. Τραγουδάτε πολύ ωραία’ κατάφερα να πω με ένα πρόσωπο βαμμένο στα κόκκινα. Εκείνη χαμογέλασε και με πλησίασε. Στο φως που έλουζε το καθιστικό μας, το πρόσωπο της φωτίστηκε αφήνοντας εκτεθειμένα δυο υπέροχα γαλαζοπράσινα μάτια. Από αυτά που μονάχα νεράιδες έχουν. Νεράιδες κάποιας ηλικίας βέβαια. Η κυρία Σι πρέπει να ’ταν γύρω στα σαράντα αλλά εμένα που μόλις είχα κλείσει τα δώδεκα,  μου φαινόντουσαν πάρα πολλά. Που να ’ξερα τότε για πότε θα τα ’φθανα και θα τα άφηνα πίσω. Μεγάλη απάτη ο χρόνος.
Τα μάτια της όμως ήταν απόκοσμα. Ξέχασα την φωνή της. Τράβηξα τα καλώδια που συνδέονταν μ’ αυτήν και έβαλα στη θέση της μια άλλη μαγεία. Αυτήν που έβλεπα εκείνη τη στιγμή μπροστά μου.
‘Οι γονείς που είναι;’ με ρώτησε. ‘Ναι’ μου ξέφυγε. ‘Ναι; …’. Τα είχα χαμένα, σαν να με υπνώτιζε. ‘Έλα, θα σου κάνω εγώ παρέα. Πάμε’.
‘Που;’ της είπα. ‘Να πάρουμε το τραμ και σταμάτα να τσιμπιέσαι’. Μήπως υπήρχε τελικά τραμ και το ’χα ξεχάσει;’ Σκέφτηκα ότι αν πηγαίναμε απ’ τις σκάλες θα γλύτωνα την αμηχανία που θα με έπιανε μέσα στο ασανσέρ και έτσι πέρασα μπροστά και κινήθηκα σχεδόν τρέχοντας προς τα κει. Εκείνη ακολούθησε χωρίς να διαμαρτυρηθεί. Προφανώς είχε καταλάβει ότι ένοιωθα αρκετά άβολα μαζί της. Όταν φθάσαμε στην έξοδο έτριψα καλά τα μάτια μου αφού λίγα μέτρα πιο κάτω, σε μια γωνία κόσμος πολύς είχε μαζευτεί γύρω από ένα τραμ! ‘Ορίστε’ μου είπε ‘τραμ δεν ήθελες; Πάμε τώρα’ και με τράβηξε από το χέρι. Υπήρχε στα σίγουρα κάποια χρονική ανακολουθία σε όλο αυτό. Το εν λόγω μεταφορικό μέσο περνούσε πριν από αρκετές δεκαετίες απ’ τη γειτονιά μας, η γιαγιά μου μας έλεγε ιστορίες. Έπειτα ξηλώθηκε και δεν έμειναν ούτε καν οι γραμμές για να μας το θυμίζουν. Αποφάσισα να μην δώσω παραπάνω σημασία. Μπορεί και να με είχε πάρει ο ύπνος καθώς διάβαζα τον Αιγύπτιο και τώρα να βρισκόμουν μέσα σε ένα όνειρο. Ναι, κάτι τέτοιο πρέπει να συνέβαινε.
‘Θα αναρωτιέσαι μήπως ονειρεύεσαι. Και με το δίκιο σου’. Ούτε να σκεφτώ τολμούσα. Το τραμ άρχισε να τσουλάει νωχελικά μέσα στο φθινοπωρινό μεσημέρι και εγώ για πρώτη φορά βρισκόμουν μέσα σε ένα μέσο μαζικής μεταφοράς και δεν ήθελα να κατέβω ή να φθάσω το συντομότερο δυνατό στον προορισμό μου. Το ίδιο φαινόταν να συμβαίνει και στην κυρία Σι που δεν μιλούσε. Παρατηρούσε τις εικόνες που δημιουργούσαν τα παράθυρα σαν να βρισκόταν στην έκθεση κάποιου μουσείου. Σίγουρα θα βλέπαμε άλλα πράγματα. Μπροστά μου οι δρόμοι έγιναν πιο φαρδιοί και τα κτίρια ψηλότερα. Στον δρόμο οι άντρες φορούσαν καπέλα και κοστούμια και οι γυναίκες φορέματα από άλλες δεκαετίες. Τα αυτοκίνητα ήταν μεγάλα σε μήκος και τα περισσότερα δεν είχαν σκεπή. Έμοιαζαν μ’ αυτά που στολίζουν τις καρτ ποστάλ απ’ την Κούβα. Σε μια διασταύρωση ανέβηκε ένας μαύρος, ψηλός, καλοντυμένος κι αυτός, με μια μαύρη θήκη που το σχήμα της θύμιζε σαξόφωνο. Η κυρία Σι σιγομουρμούριζε το Blue Moon τόσο όμορφα που γυρνούσα και την κοιτούσα κάθε λίγο και λιγάκι για να βεβαιωθώ ότι το άκουγα απ’ τα δικά της χείλη. Και τότε τραβώντας το βλέμμα μου από πάνω της έμοιαζαν να επανέρχονται όλα στο παρόν που ήξερα. Το τραμ γινόταν λεωφορείο, οι άνθρωποι ανταριασμένοι, ατημέλητοι, ο μαύρος ζητιάνευε για ένα κομμάτι ψωμί. Το τραγούδι όμως παρέμενε. ‘Τι προτιμάς;’ μου ψιθύριζε σαν είχε και δεύτερη φωνή η κυρία Σι, ‘τι προτιμάς;’.
Ο χρόνος κυλούσε κι αυτός κι έμοιαζε να χάνεται για πρώτη φορά μέσα του. Ξανακοίταξα την γυναίκα που καθόταν δίπλα μου και ο κόσμος άλλαξε πάλι. ‘Χα, ωραίο’ σκέφτηκα, ‘ωραίο κόλπο’ της είπα και χαμογέλασα. Εκείνη την έπιασε ένα υστερικό γέλιο. Το Blue Moon έπεσε στα πόδια μας και διαλύθηκε.  Με έπιασε απ’ το μπράτσο κάπως άγαρμπα. ‘Κατεβαίνουμε’ μου είπε. Κι ύστερα ήρθε η θάλασσα να βάλει τα πράγματα στην θέση τους. Ο ήλιος πάσχιζε να κάψει την ήρεμη επιφάνεια της και εγώ έβλεπα μονάχα αυτό. Είχαμε επιστρέψει, ήμασταν λίγα βήματα απ’ την είσοδο του κτιρίου. ‘Και να σκεφτείς ότι μπορώ να γυρνάω έτσι μέχρι αργά το βράδυ’ μου είπε εκείνη σαν υπνωτισμένη.
‘Γιατί δεν τραγουδάτε τα Σαββατοκύριακα;’.
‘Καλή ερώτηση. Θα ’ρθεις μέσα;’. Η κυρία Σι είχε ξεκλειδώσει την πόρτα του διαμερίσματος της και ετοιμαζόταν να μπει σαν να ήταν βέβαιη πως η απάντηση μου θα ήταν θετική. Πόσο δίκιο είχε! Δεν θα την άφηνα τώρα κι ας ήμουν κουρασμένος, μπερδεμένος, έτοιμος να γυρίσω στα παιχνίδια μου,  σε ένα άδειο σπίτι όπου δεν θα είχα να δώσω λογαριασμό σε κανένα. Μπήκα σε ένα σαλόνι με ελάχιστα έπιπλα και σκόρπιες παιδικές κούκλες. ‘Η κόρη σας που πήγε;’ την ρώτησα.
‘Νομίζω ότι θα σε ενδιέφερε να ακούσεις την απάντηση στην πρώτη σου ερώτηση. Χαίρομαι που με παρακολουθείς. Να ξέρεις ότι κι εγώ σε ακούω να τραγουδάς καμιά φορά. Μάλλον όταν βρίσκεσαι στο μπάνιο, ε;’. Έγινα για πολλοστή φορά κατακόκκινος. ‘Θες δουλειά βέβαια …’ Χαμογελούσε. Θυμήθηκα τις ψεύτικες ιστορίες που λέγαμε ο ένας στον άλλο στα διαλείμματα. Μπουρδουκλώματα με την δασκάλα των Γαλλικών, την μητέρα της τάδε, κρυφά φιλιά με την υπάλληλο στο σούπερ μάρκετ. Πάντα με μεγαλύτερες, λες και τις συνομήλικες τις καταφέρναμε! Αλλά δεν ήταν και τόσο ξεκάθαρα τα πράγματα, η ερωτική διάθεση βρισκόταν ακόμα μέσα στην παιδικότητα μου.  Η κυρία Σι σαν να ήθελε να με επαναφέρει στην πραγματικότητα ξεκίνησε να μου αποκαλύπτει το μυστήριο των ημερών δίχως τραγούδι.
‘Η μικρή μου γεννήθηκε μέσα σε μια ζεστή οικογενειακή ατμόσφαιρα με γιαγιάδες και παππούδες παρόντες, έτοιμους να βοηθήσουν δείχνοντας υπερβάλλοντα ζήλο και ένα πατέρα που φάνηκε να λιώνει όταν την πρωτοαντίκρισε στο μαιευτήριο. Κύλησαν οι πρώτοι μήνες με ξενύχτια και αγωνίες. Πρωτάρηδες γονείς βλέπεις, παντού οι ίδιοι! Έπειτα μπήκαμε σε μια σχετική ρουτίνα, κάθε βράδυ ο πατέρας της γυρνούσε αργά από την δουλειά και παρόλο που εκείνη κοιμόταν, ξύπναγε μέσα στον ύπνο της και περίμενε να κάτσει δίπλα της στην κούνια και να της σιγοτραγουδήσει κάποιο από τα τραγούδια που είχε πριν λίγο ερμηνεύσει στο ξενοδοχείο ή σε κάποιο κλαμπ όπου εμφανιζόταν. Οι άντρες λένε ότι παραμένουν παιδιά. Μεγάλα παιδιά και σαν τέτοια τους αρέσουν τα παιχνίδια. Φαίνεται λοιπόν πως η κόρη μου ήταν ένα από αυτά που βαρέθηκε εύκολα ο μπαμπάς της και σύντομα αποφάσισε ότι έπρεπε να μας εγκαταλείψει γιατί όπως μου δήλωσε ένα βράδυ τον καταπιέζαμε. Την κόρη του θα την έβλεπε αραιά και που. Δεν χρειαζόταν να βρίσκεται μαζί της κάθε μέρα. Το ‘αραιά και που’ σύντομα έγινε ‘αραιά’ και κάποια στιγμή όταν μια ευκαιρία παρουσιάστηκε στο εξωτερικό, μεταλλάχθηκε σε ποτέ. Έχουμε να τον δούμε εννέα χρόνια. Πάλι καλά που στέλνει κάποια λεφτά αν και μ’ αυτά νομίζει ότι εξιλεώνεται μπροστά στα μάτια της κόρης του. Η μικρή έπαθε ένα σοκ μετά την εξαφάνιση του πατέρα της. Έψαχνα τρόπους να την συνεφέρω, πήγα σε ειδικούς ώσπου μια μέρα αυτό το πράγμα δούλεψε – μου έδειξε με το δείκτη του αριστερού χεριού της το κεφάλι της – και κατέβασε την καλύτερη ιδέα που μου ’χε έρθει ποτέ. Έβαλα μουσική στο σπίτι, κάτι που ασυναίσθητα το είχα καταργήσει από τότε που έφυγε εκείνος. Κι άρχισα να της τραγουδάω. Αυτό ήταν. Ψυχοθεραπεία που λειτουργούσε και για τις δυό. Η κόρη μου θυμόταν τον πατέρα της για τον οποίο δεν είχε μάθει βέβαια την αλήθεια. Της είχα πει ότι αναγκάστηκε να φύγει για μια δουλειά στο εξωτερικό, πολύ σημαντική για την καριέρα του και ότι θα ξαναγυρνούσε κάποια στιγμή πίσω. Ίσως και να ήταν λάθος μου. Τώρα βέβαια πια έχει καταλάβει, άλλα τότε, όταν με άκουσε να μουρμουρίζω στην αρχή δειλά δειλά και έπειτα με περισσότερη αυτοπεποίθηση και ένταση τις μελωδίες που άκουγε πριν κοιμηθεί, έγινε άλλο παιδί. Σαν να ξαναβρήκε ένα μέρος του πατέρα της στην ζωή της. Και εγώ με τη σειρά μου βρέθηκα να κάνω κάτι που δεν ήξερα ότι θα με ευχαριστούσε τόσο πολύ και ότι θα με βοηθούσε στην σχέση μου με την κόρη μου.’ Η κυρία Σι  σταμάτησε σαν για να πάρει μια ανάσα. Από όσα είπε θα κράτησα τα μισά  ή μάλλον την ουσία που έφτανε για τα δώδεκα μου χρόνια. Μου μιλούσε λες και άκουγα την μητέρα μου να μιλάει σε κάποια φίλη της στο τηλέφωνο. Λίγο ακόμα και θα βαριόμουν αλλά περίμενα μιας και δεν είχε λυθεί ακόμα μεγάλο μέρος της απορίας μου. Γιατί δεν άκουγα τίποτα τις μέρες που δεν είχα σχολείο;
‘Δεν ξέρω αν σε κούρασα’ μου είπε σαν να είχε διαβάσει και πάλι τη σκέψη μου. ‘Ο λόγος που δεν μας ακούς το Σαββατοκύριακο είναι απλός. Ξεκουράζομαι! Πέντε μέρες την εβδομάδα τραγούδι. Δικαιούμαι ένα διάλειμμα. Ευτυχώς η μικρή το καταλαβαίνει. Άλλωστε πολλές φορές πηγαίνει στην θεία της, την αδερφή του άντρα μου που της έχει ιδιαίτερη αδυναμία και μένει εκεί για το διήμερο. Αυτό είναι όλο.’ Αυτό ήταν όλο; σκέφτηκα. Ο ενθουσιασμός είχε παραμείνει στην παράξενη βόλτα με το τραμ. Ή μάλλον με το λεωφορείο. ‘Ξέρετε κάτι;’ της είπα. ‘Το λεωφορείο …’.
‘Ναι’ με διέκοψε ‘αυτό θα σου είναι κάπως δύσκολο να το καταλάβεις στην αρχή. Και εμένα μου πήρε χρόνια. Δεν το ’χουν όλοι οι άνθρωποι. Μερικές φορές όταν γνωρίζω κάποιον που μου κινεί το ενδιαφέρον, να, όπως εσύ καλή ώρα, προσπαθώ να δω αν είναι ένας από εμάς. Δεν είναι από περιέργεια ...’ Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε το κουδούνι. Η κυρία Σι σηκώθηκε, πήγε μέχρι το χολ της εισόδου και μίλησε στο θυροτηλέφωνο. Όποιος είχε χτυπήσει το κουδούνι βρισκόταν ήδη πίσω απ’ την πόρτα. Δεν μπορώ να πω ότι δεν ανακουφίστηκα όταν είδα στο κατώφλι την μητέρα μου. Ήθελα χρόνο για να χωνέψω αυτή την ιδιαίτερη επαφή με την γειτόνισσα μας. Ο πατέρας μου ήταν αδιάθετος και έτσι αποφάσισαν να γυρίσουν νωρίτερα. Με την κυρία Σι δεν ξαναβρεθήκαμε ποτέ όπως τότε. Βλεπόμασταν καμιά φορά τυχαία στον δρόμο και εκείνη με χαιρετούσε πάντα κλείνοντας μου το μάτι της με νόημα. Μετά άλλαξα γειτονιά αλλά  δεν έπαψα και εγώ να αναζητώ ανθρώπους μέσα από τους οποίους θα μπορούσα να ανοίξω ένα παράθυρο και να δω για λίγο εικόνες απ’ την ζωή τους μπλεγμένες με την φαντασία μου.

Σήκωσα το φλιτζάνι του καφέ και άδειασα ότι είχε απομείνει απ’ το πρωί, μέσα μου. Κοίταξα το ρολόι. Ήταν περασμένες δυο. Σε λίγο θα γύριζε η Κατερίνα από το Ωδείο. Σήμερα έδιναν ρεσιτάλ δυο μαθητές της. ‘Φεύγεις; Να ετοιμάσω την μικρή;’ με ρώτησε η μητέρα μου. ‘Ναι, ναι’ της είπα κάπως αφηρημένα. Όταν βγήκαμε απ’ το πατρικό μου το βλέμμα μου έπεσε στην πόρτα της κυρίας Σι. Το σπίτι της είχε αδειάσει εδώ και χρόνια. Για μια στιγμή μου φάνηκε ότι η αχτίδα φωτός που ξέφευγε απ’ το ματάκι καλύφθηκε …

Τέλος

018-011-2012

Σχόλια