Τρεις Καμπαρντίνες - διήγημα


Το δωμάτιο είναι λουσμένο στο φως και εκείνος στέκεται μπροστά τους αναποφάσιστος. Δεν του είχε ξανασυμβεί αυτό στο παρελθόν. Τουλάχιστον δεν το θυμάται. Άλλωστε πριν από δύο χρόνια δεν υπήρχαν καν αυτές οι καμπαρντίνες. Δεν είχε λεφτά για να πάρει μια, πόσο μάλλον τρεις. Και έπειτα συνέβη. Μια μεταπήδηση σε μια άλλη εταιρία, ένα μεγάλος μισθός και ένα καινούργιο διαμέρισμα επτακόσιες τριάντα μέρες μετά. Ή μήπως επτακόσιες τριάντα μια;
Στρέφει το κεφάλι του προς το παράθυρο. Ο ήλιος τον τυφλώνει μα προλαβαίνει να δει το κτίριο και τον κόσμο που έχει μαζευτεί μπροστά απ’ την κεντρική είσοδο πριν τα μάτια του γεμίσουν με ένα διαφανές ζελέ με κίτρινες κηλίδες. ‘Ουφ, άντε πάλι … Δεν θα μ’ αφήσουν να μπω μέσα και θα αργήσω’. Ναι, το διαμέρισμα του Μίκα βρισκόταν απέναντι ακριβώς απ’ το κτίριο που στεγάζονταν τα γραφεία της εταιρίας για την οποία δούλευε. Πολύ βολικό, αλλά δεν ήταν δική του επιλογή. Ο χρόνος είναι πολύτιμος, καλό είναι να μην χάνεται καθοδόν του είχαν τονίσει.
Το πρόβλημα όμως παρέμενε. Ποια καμπαρντίνα; Η γκρι προοριζόταν για τις μέρες αλλά και τις νύχτες – περισσότερο μάλλον γι αυτές αφού ο Μίκα φρόντιζε να βγαίνει μετά το τέλος της δουλειάς - που ο καιρός ήταν αναποφάσιστος. Η λευκή για τις ηλιόλουστες και αντίστοιχα ξάστερες και η μαύρη για την βροχή, τον παλιόκαιρο αλλά και την κακή του διάθεση. Εδώ είχε κάνει μια εξαίρεση που τον ενοχλούσε. Κατηγορούσε τον εαυτό του γιατί είχε δώσει κάποια προνόμια στην μαύρη μιας και ο καιρός στην βόρεια χώρα ήταν το μεγαλύτερο μέρος του ημερολογιακού έτους βροχερός. Τώρα που το σκεφτόταν ήταν και αρκετές μέρες μουντός. Η λευκή φάνταζε η πιο αδικημένη, αλλά και λιγότερη χρησιμοποιημένη. Άρα θα είχε και την μικρότερη φθορά. Οπότε … Τα είχε μπλέξει λίγο. Για πρώτη φορά λοιπόν προέκυπτε στο μυαλό του ένα ζήτημα που έμοιαζε να είναι τόσο σοβαρό όσο για να τον κάνει να αργήσει στην δουλειά του που ήταν μόλις μερικά μέτρα από κει που στεκόταν. Κατάφερε να επισκιάσει και την μικρή διαδήλωση που πραγματοποιούνταν στην είσοδο, ποιος ξέρει για ποιο λόγο. Μα πως του ήρθε σήμερα να κάτσει να τα σκεφτεί όλα αυτά αφού ήταν ηλίου φαεινότερο ότι θα έπαιρνε την άσπρη; Κοίταξε το ρολόι του και αποφάσισε ότι ήταν σοφότερο να αναβάλλει την λύση του προβλήματος για την ώρα ‘κουβαλώντας’ το μαζί του στην εταιρία. Κι ας κινδύνευε να φανεί αφηρημένος κάποια στιγμή της ημέρας όταν θα επέστρεφε στο μυαλό του. Φόρεσε την λευκή καμπαρντίνα, μπήκε στον ανελκυστήρα και κατέβηκε αργά αργά την μαρμάρινη σκάλα που οδηγούσε προς την έξοδο. Δεν θα μπορούσε ποτέ να τρέξει. Όσο κι αν βιάζεται έχει βρει ένα τρόπο να κρύβει την εσωτερική του αναταραχή επιβραδύνοντας τον φυσιολογικό ρυθμό που έχει συνήθως στο περπάτημα και τις κινήσεις του. Αυτό το παράδοξο τον εκπλήσσει αλλά συνάμα τον ευχαριστεί όταν φθάνει καθυστερημένος κάπου. Έτσι και σήμερα. Αφήνει την τσάντα του στο γραφείο και πηγαίνει στην μικρή κουζίνα για να ετοιμάσει ένα καφέ φίλτρου. ‘Ωραία μέρα’ του λέει ένας συνάδελφος. ‘Πράγματι’ απαντάει κάνοντας παράλληλα όλες τις κινήσεις που χρειάζονται για να έχει σε λίγα λεπτά ένα λευκό φλιτζάνι με καφέ στα χέρια του.
Στην οθόνη του υπολογιστή υπάρχουν μη αναγνωσμένα μηνύματα και μερικά ψηφιακά κίτρινα χαρτάκια που του υπενθυμίζουν τις εκκρεμότητες. Σε λίγο περνάει από δίπλα του ο Καρλ, απ’ το τμήμα προσωπικού με τον οποίο βγαίνει πολλές φορές μετά την δουλειά. ‘Είδες τι έγινε κάτω;’ - ‘Τι έγινε δηλαδή;’ – ‘Καλά απ’ την πόρτα δεν μπήκες; Δεν είδες όλους αυτούς τους υπαλλήλους απ’ τον έκτο όροφο που φωνάζανε;’ – ‘Δεν πρόσεξα είναι η αλήθεια, βιαζόμουν. Είχα αργήσει’ – ‘Εσύ; Βιαζόσουν; Δεν νομίζω πως έχει συμβεί ποτέ κάτι τέτοιο. Ξέρεις, σήμερα αυτοί αύριο μπορεί … εμείς’ – ‘Πολλή τηλεόραση βλέπεις φίλε μου Καρλ. Εξάλλου και τι μ’ αυτό … Νέοι είμαστε. Στην χειρότερη θα βρούμε δουλειά κάπου αλλού’ – ‘Έχω ένα γνωστό που δουλεύει στον έκτο … Οικογενειάρχης … - ‘Δε μου λες Καρλ, πιστεύεις ότι η μαύρη καμπαρντίνα έχει ευνοϊκότερη μεταχείριση σε σχέση με τις άλλες δυο; - ‘Μα τι λες; - ‘Σκέφτομαι να αλλάξω το τελετουργικό. Να τις φοράω δέκα μέρες τον μήνα. Είναι πιο δίκαιο’ – ‘Δεν μπορεί να σε απασχολεί μονάχα αυτό’ Ο Καρλ τον κοίταξε θυμωμένος -  ‘Και εγώ που νόμιζα ότι θα πηγαίναμε για κανένα ποτό το βράδυ’. Ο Μίκα χαμογέλασε και έπειτα έστρεψε το βλέμμα του στην οθόνη, ακινητοποιήθηκε για κάμποση ώρα μπροστά της σαν να ήθελε να υποδηλώσει με την κίνηση του αυτή ότι δεν ήταν εκεί για κανέναν παρά μονάχα για αυτά που είχε να κάνει και σκέφτηκε για μια ακόμα φορά τις καμπαρντίνες του.
Το οκτάωρο συμπληρώθηκε, κι άλλες ώρες προστέθηκαν για τις οποίες κανείς δεν πληρώθηκε ώσπου  κατά τις εννιά το βράδυ έκαναν την εμφάνιση τους οι φύλακες του κτιρίου, πράγμα που σήμαινε ότι είχε έρθει το τέλος των εργασιών για όλους όσους είχαν παραμείνει στα γραφεία μετά τις πέντε το απόγευμα. Ο Μίκα έπιασε το λευκό ρούχο με χάρη, το άφησε να καλύψει τον δεξί του ώμο, πέρασε την τσάντα του στον αριστερό και κινήθηκε για την έξοδο. Ο Καρλ τον περίμενε έξω απ’ το κτίριο. ‘Μπα; Μήπως βρήκες λύση στο πρόβλημα μου; του είπε ειρωνικά - ‘Αν δεν ήξερα ότι είσαι στ΄αλήθεια μαλάκας θα σου ’ριχνα μπουνιά’. Δίπλα τους, ταλαιπωρημένοι απ’ το κρύο και την ορθοστασία καθόντουσαν όπου μπορούσαν οι διαδηλωτές και πρώην υπάλληλοι της εταιρίας. ‘Έλα, πάμε για μια μπύρα. Εκτός αν θες να μείνεις εδώ, με τα παιδιά’ – ‘Δεν έχεις τον Θεό σου εσύ’ του είπε ο Καρλ.
Το μπαρ βρισκόταν τρεις δρόμους παρακάτω σε ένα πεζόδρομο που ήταν γεμάτος από φοιτητές που είτε χόρευαν, είτε έπαιζαν μουσική, άλλοι φιλιόντουσαν. Κάποιοι ακουμπούσαν στα ποδήλατα τους με ένα ποτό στο χέρι και γελούσαν δυνατά. ‘Τους βλέπεις; Πόσο τους νοιάζει αν θα ’χουν ή όχι δουλειά σε λίγα χρόνια που θα τελειώσουν; - ‘Τώρα; Μπορεί και καθόλου, αλλά δεν σε καταλαβαίνω …’ – ‘Κοίτα, για να λέμε τα πράγματα με το όνομα τους θα πρέπει να δεχθούμε κάποιες αλήθειες’ – ‘Χμμμ… Ήρθε η ώρα για να μου αναπτύξεις την θεωρία σου πάλι;’ – ‘Ας πούμε. Όλα έχουν να κάνουν με την εξουσία, από κει πηγάζουν όλα. Όλοι θέλουν να ασκούν εξουσία σε κάποιον. Είτε άνθρωπο, είτε ζώο, χώρα, πλανήτη. Εσύ μπορείς να την ασκείς στα μυρμήγκια, στην καθαρίστρια που έρχεται δυο φορές το μήνα και σου συμμαζεύει το διαμέρισμα και ίσως στην φιλενάδα σου. Το αφεντικό σου όμως έχει μεγαλύτερες βλέψεις και απαιτήσεις. Και πάει λέγοντας … - ‘Και επειδή συμβαίνει αυτό πρέπει να παραιτηθούμε από αυτά που μπορούμε να διεκδικήσουμε και να ασχολούμαστε μονάχα με τον μικρόκοσμο μας;’ – ‘Τώρα πια πιστεύω πως ναι, ειδάλλως εγώ προσωπικά θα έδενα μια πέτρα στον λαιμό μου και θα βούταγα από κάπου ψηλά. Έχουμε σοβαρά μειονεκτήματα σαν είδος Καρλ. Πολύ σοβαρά γι αυτό πάμε κατά διαόλου, πάντα συνέβαινε αυτό. Απλά τώρα το αντιλαμβάνομαι εγώ, εσύ, δηλαδή μια δυο τρεις γενιές κάτω απ’ τις παρούσες συνθήκες. Και παλιότερα το ίδιο γινόταν. Και στο μέλλον επίσης. Μονάχα που δεν θα είμαστε εδώ για να το δούμε. Έχω ασχοληθεί αρκετά με το πρόβλημα της ύπαρξης μου και θεωρώ ότι ξέφυγα τον κίνδυνο. Άλλοι δεν το αντέχουν και τινάζουν τα μυαλά τους στον αέρα. Άλλοι πάλι, και είναι μάλλον πάρα πολλοί δεν παίρνουν χαμπάρι. Κουβαλούν την εξουσία στην πλάτη τους μέχρις ότου αποκτήσουν το κοινό τους. Μικρό, μεγάλο … εξαρτάται. Τι είναι λοιπόν καλύτερο; Να κάθομαι να φωνάζω εκεί έξω μπας και δεν με απολύσουν; Ή να ασχολούμαι με τις τρεις καμπαρντίνες μου; Όταν έρθει η ώρα θα έχω να αντιμετωπίσω εκ νέου το πρόβλημα της επιβίωσης και κατά πάσα πιθανότητα όχι των ενδυματολογικών μου διλημμάτων. Η ζωή θα συνεχιστεί. Σίγουρα πολύ εύκολα χωρίς εμένα, με εμένα σε άλλη εταιρία ή με εμένα άνεργο. Οι άνθρωποι θα συνεχίσουν να περπατάνε στον δρόμο αδιάφοροι γι αυτό που συμβαίνει τριγύρω τους. Η ζωή είναι μια στιγμή, ο χρόνος μια εφεύρεση για να μπορούμε να ζούμε και ο άνθρωπος, σαν είδος, έχει τα χάλια του!’ – ‘Πάντως, μόνο για απαισιόδοξο δεν σε είχα’ – ‘Δεν είμαι. Δεν θα μπορούσα να επιβιώσω. Και είμαι εδώ για να το κάνω. Σήμερα έχω τρεις καμπαρντίνες, αύριο μια γυναίκα, δυο παιδιά, ένα σπίτι. Θα σκέφτομαι αν θα παντρευτώ με πολιτικό γάμο ή όχι, θα βαφτίσω τον γιό μου Μίκα τον Δεύτερο ή Στιγκ, θα βάψω τα δωμάτια των παιδιών κίτρινα και το σαλόνι λευκό ή τ’ ανάποδο. Θα σταματήσουν να γίνονται πόλεμοι; Να πεινάνε οι αδύναμοι; Να καταναλώνουμε σαν τρελοί; Μπορεί. Μπορεί κάποτε να γίνει μια επανάσταση. Και μετά σιγά σιγά θα ξαναγίνουν τα ίδια. Αν ο πλανήτης αντέξει, αν δεν φύγουν κάποιοι για άλλον πλανήτη. Και τα λοιπά, και τα λοιπά, και τα λοιπά Καρλ. Έλα, πάμε να πιούμε. Να μεθύσουμε. Να μιλήσουμε με ανθρώπους που δεν γνωρίζουμε, να φλερτάρουμε. Να ασκήσουμε εξουσία σ’ αυτούς που μπορούμε’. Ο Μίκα χαμογέλασε, έφερε το ξέχειλο ποτήρι κοντά στο στόμα του και πριν κατεβάσει σχεδόν όλο το περιεχόμενο έκλεισε με νόημα το μάτι στον Κάρλ.
Εννιά ώρες αργότερα ο Μίκα στεκόταν μπροστά στον καθρέφτη του μικρού του μπάνιου με το πρόσωπο του μουσκεμένο απ’ το παγωμένο νερό που είχε πετάξει με τις χούφτες του παρατηρώντας με απορία ένα μελανό σημάδι στο λαιμό του. Ο κόσμος είχε επιτέλους σταματήσει να γυρίζει, το ξυπνητήρι να βουίζει και τα πόδια του να τρέμουν. Συνειδητοποίησε ότι κρύωνε. Φορούσε μονάχα το σώβρακο του. Τα πόδια του άρχισαν να παθαίνουν κράμπες. Έτρεξε στο υπνοδωμάτιο να ντυθεί. Καθώς περνούσε απ’ την κουζίνα του φάνηκε ότι είδε κάτι να κινείται. ‘Μίκα; Ξύπνησες; Εγώ νομίζω ότι δεν κοιμήθηκα καθόλου. Πόσο αλκοόλ Θέε μου ..’ Μια ξανθιά με ένα υπέροχα θλιμμένο χαμόγελο, αρκετά μεγαλύτερη από εκείνον καθόταν στο τραπεζάκι της κουζίνας με ένα μεγάλο φλιτζάνι καφέ μπροστά της. ‘Θα πας δουλειά;’ – ‘Εσύ τι λες;’ – ‘Ναι, να πας. Να πας, όσο μπορείς ακόμα. Θα σε περιμένω απέξω με τους άλλους. Σήμερα θα πιέσουμε περισσότερο. Δεν θα αφήσουμε τα αφεντικά να περάσουν’. Ο Μίκα ένευσε συγκαταβατικά εκπλήσσοντας τον ίδιο του τον εαυτό και μπήκε στο υπνοδωμάτιο για να ετοιμαστεί.
Η γυναίκα ήπιε το ρόφημα της, ντύθηκε και τον περίμενε όρθια στην εξώπορτα. ‘Ωραίες καμπαρντίνες, γιατί δύο;’ – ‘Δύο;’ αναρωτήθηκε. Πετάχτηκε έξω με το πουκάμισο του μισοβαλμένο στο παντελόνι και διαπίστωσε ότι η λευκή που φορούσε χθες έλειπε. ‘Δεν μου λες, στο μπαρ που με γνώρισες δεν φορούσα μια λευκή καμπαρντίνα;’ – ‘Χα, χα, μάλλον δεν θυμάσαι. Μου μίλησες πρώτη φορά έξω απ’ τις τουαλέτες. Μετά δεν είπαμε και πολλά. Όταν φύγαμε δεν νομίζω ότι είχε κανείς το νου του σε τέτοια πράγματα. Θα την ξέχασες εκεί’. Ο Μίκα πανικοβλήθηκε και πριν προλάβει να φτιάξει ακόμα πιο τρομακτικά σενάρια για την τύχη της, η γυναίκα του πέταξε. ‘Μπορείς να μου δανείσεις την μαύρη για σήμερα; Βρέχει και το σακάκι μου δεν θα αντέξει για πολύ εκεί έξω. Θα στην φέρω το βράδυ, εκτός αν δεν θέλεις να ξαναβρεθούμε οπότε μπορώ να στην αφήσω στην υποδοχή αύριο το πρωί’. Και να που το χθεσινό δίλημμα έτεινε να εξαφανιστεί δια παντός. Κι αν έχανε και την δεύτερη καμπαρντίνα του; Απ’ την άλλη θα ήταν πολύ αγενές εκ μέρους του να μην της την δανείσει.
‘Απίστευτο, πως μπορείς και είσαι τόσο ήρεμος ύστερα από αυτή την ανατροπή;’ του έλεγε λίγο αργότερα ο Κάρλ με μπόλικη δόση ειρωνείας. ‘Μα δεν είμαι, το βράδυ θα περάσω απ’ το μπαρ να ρωτήσω αν την βρήκαν και αύριο θα έχω πίσω και την μαύρη’ – ‘Δε με γελάς εμένα, έχεις χεστεί πάνω σου!’ – ‘Υπερβολές’. Κοίταξε απ’ το παράθυρο τους διαδηλωτές που στεκόντουσαν έξω απ’ το κτίριο και σε λίγο αναγνώρισε την γυναίκα με την μαύρη καμπαρντίνα. Πιο ήρεμος έκατσε στην περιστρεφόμενη καρέκλα του και αναζήτησε στην οθόνη του υπολογιστή τις σημειώσεις του για την σημερινή μέρα.
Για άλλη μια φορά χρειάστηκε να φύγει αρκετά αργά απ’ το κτίριο. Έπρεπε να το πάρει απόφαση. ‘Δουλεύεις για όσο αντέχεις, πληρώνεσαι για οκτάωρο’ μουρμούριζε καθώς ο φύλακας ξεκλείδωνε ηλεκτρονικά την δίφυλλη γυάλινη πόρτα. ‘Τέλειωσες;’ . Η γυναίκα τον περίμενε καθισμένη σε ένα πεζούλι. ‘Φαντάζομαι θα έμαθες τι έγινε’ – ‘Όχι, είχα πολλή δουλειά’ – ‘Έφεραν την αστυνομία για να μας απωθήσουν, είχαμε μπλοκάρει την είσοδο’. Στο δεξί της χέρι κρατούσε την καμπαρντίνα του. ‘Και;’ συνέχισε εκείνος κουρασμένα. ‘Σκίστηκε’. Ο Μίκα ένοιωσε το αίμα να συγκεντρώνεται στο μέτωπο του. ‘Κάπως έτσι θα είναι πριν πάθεις εγκεφαλικό’ σκέφτηκε για μια στιγμή και έπειτα γύρισε απ’ την άλλη μεριά και άρχισε να περπατάει. Η γυναίκα έμεινε για λίγο να τον κοιτάει. Έπειτα έτρεξε πίσω του. ‘Κοίτα, θα σου πάρω άλλη …’ – ‘Σταμάτα’ της φώναξε ‘σταμάτα, δεν χρειάζεται’ – ‘Πάμε στο μπαρ να δούμε για αυτή που ξέχασες χθες;’ – ‘Όχι. Δεν έχει νόημα. Φτάνει. Αρκετά ασχολήθηκα. Καληνύχτα, θα τα πούμε αύριο. Είμαι κουρασμένος.’
Την άλλη μέρα συναντήθηκε με τον Καρλ έξω απ’ το γραφείο. ‘Σε περίμενα χθες στο μπαρ αλλά δεν φάνηκες. Άρρωστος είσαι;’ – ‘Όχι. Μην μου πεις τι έγινε με την καμπαρντίνα.’ – ‘Μπα; Όχι, θα σου πω! Δεν βρέθηκε’ – ‘Καλύτερα. Αυτό ήθελα και εγώ. Αρκετά ασχολήθηκα.’- ‘Και τώρα;’ – ‘Τώρα έχω να ασχοληθώ με την Μία’ του είπε δείχνοντας την γυναίκα με την μαύρη καμπαρντίνα που ερχόταν προς το μέρος του. ‘Θα πάψεις να ασκείς την εξουσία στα ρούχα και θα περάσεις στους ανθρώπους;’ – Ο Μίκα χαμογέλασε. ‘Νομίζω ότι έχουν περισσότερο ενδιαφέρον αν και σου τρώνε περισσότερο χρόνο, σου δημιουργούν πολλά διλήμματα για τα οποία πρέπει να αποφασίζεις. Θυμάσαι τι σου χα πει στο μπαρ; Σήμερα είναι οι τρεις καμπαρντίνες, αύριο μια γυναίκα και πάει λέγοντας’. Ο Καρλ τον κοίταξε στα μάτια ψάχνοντας να βρει πίσω από την ψυχρή τους γαλάζια απόχρωση την αλήθεια που δεν θα του ομολογούσε ο ίδιος. Είχε όντως αλλάξει κάτι μέσα του ή αυτό που του είχε συμβεί έμενε ήδη πίσω δίνοντας την θέση του σε μια γνωριμία που απλώς επιβεβαίωνε την κοσμοθεωρία του; Ο Μίκα σαν να είχε διαβάσει την σκέψη του και ενώ περνούσε το χέρι του στην μέση της γυναίκας που στεκόταν τώρα δίπλα του, του είπε
‘Μπορεί και να κάνω λάθος’

Τέλος






Σχόλια

  1. Σκεφτόμουν το τραγούδι '' το παλιό μου παλτό'' κάθώς το διάβαζα. Ενδιαφέρουσα ιστορία. Μου αρέσει όταν ένα αντικείμενο γίνεται αφορμή για να ειπωθεί κάτι βαθύτερο...

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου