Nevada Blues - διήγημα



Πόσο καλύτερη θα μπορούσε να είναι η θέα την επόμενη μέρα από αυτή που έβλεπα εκείνο το πρωινό του Μάρτη μπροστά μου; Η άνοιξη είχε ξεκινήσει με ασυνήθιστη ορμή λιώνοντας τα χιόνια, αποκαλύπτοντας κάθε ώρα πράσινες πινελιές και πολύχρωμα στίγματα που έσπαγαν την λευκή κυριαρχία του χειμώνα.
Μόλις είχα τοποθετήσει τις ομπρέλες στην μεγάλη ταράτσα του ξενοδοχείου, λίγες στιγμές πριν φτάσει ο πρώτος αγουροξυπνημένος πελάτης και καθίσει σε μια από τις ξύλινες καρέκλες, ανοίξει το βιβλίο του και χαθεί μέσα σε ένα διαφορετικό κόσμο, μακριά από τα βουνά που απλώνονταν μπροστά του. Φαινόντουσαν τόσο άχαρες, έτσι κλειστές όπως ήταν. Σαν χορεύτριες που είχαν μαζευτεί για την πρόβα τους και περίμεναν το σύνθημα για να ξεκινήσουν να κουνούν τα χέρια τους και να τεντώνουν τα πόδια τους. Ο ήλιος τις κρυφοκοίταζε κάπου στο βάθος του ορίζοντα λίγο πριν σηκωθεί περήφανα και βαλθεί να τις ξεθωριάσει με τις ακτίνες του. Σε λίγο θα κατέβαινα και πάλι στην μεγάλη ταράτσα και θα τις άνοιγα. Τριάντα περίπου λεπτά με χώριζαν μέχρι να γεμίσει χρώμα το ξενοδοχείο αφού κάθε μια από αυτές είχε πορτοκαλί, κίτρινες, κόκκινες και λαχανί λωρίδες. 
Ήταν ο τρίτος χρόνος που δούλευα εδώ, κι αυτή ακριβώς η μέρα σηματοδοτούσε την εποχή που το χαμόγελο κόλλαγε στο στενόμακρο πρόσωπο μου και έκανε πέντε μήνες μέχρι τα σκασμένα χείλη μου να σμίξουν, τότε που μάζευα τις ομπρέλες όταν οι πρώτες χοντρές σταγόνες της βροχής καλωσόριζαν το φθινόπωρο. Σ’ αυτά τα τριάντα λεπτά που μεσολαβούσαν,  στην τραπεζαρία του ξενοδοχείου ακουγόταν το πέμπτο κοντσέρτο για πιάνο του Μπετόβεν. Μ’ αυτό ξεκινούσε η μέρα, ήμουν ο πρώτος που έβαζε μουσική και αυτός που ποτέ δεν ολοκλήρωνε την ακρόαση αυτού του υπέροχου έργου. Τα τελευταία δέκα λεπτά δεν μπορούσα ποτέ να τ’ ευχαριστηθώ. Έλυνα τα κορδονάκια που συγκρατούσαν τα όμορφα φουστάνια απ’ τις μπαλαρίνες μου και τα τέντωνα σιγά σιγά, σχεδόν ευλαβικά προσπαθώντας να πιάσω μερικές νότες που ξέφευγαν μέσα απ’ τους εξωτερικούς μικροθορύβους που προκαλούσα εγώ και μια καθαρίστρια που σκούπιζε την ταράτσα. Η Μάγδα αργούσε να ξυπνήσει και πάντα βρίσκονταν μέσα στα πόδια των πελατών και τα δικά μου προσπαθώντας την τελευταία στιγμή να καθαρίσει αυτά που έπρεπε να είχε τελειώσει πριν ξεκινήσω την δική μου ιεροτελεστία. Για κάποιο λόγο κατάφερνε πάντα να γλιτώνει την κατσάδα.
Σήμερα όμως έχασα τις νότες, ξέχασα την Μάγδα και μπέρδεψα ανεπανόρθωτα ένα φαινομενικά εύκολο κόμπο που εγώ ο ίδιος είχα κάνει πριν από επτά σχεδόν μήνες όταν είχα μαζέψει για τελευταία φορά τις ομπρέλες. Η αιτία ήταν μια μυρωδιά που με αποσυντόνισε ενώ κατέβαινα τα σκαλάκια που χώριζαν την ταράτσα από το σημείο που βρισκόμουνα μέχρι πριν από λίγο. Ένα άρωμα είχε περάσει μέσα απ’ τους πόρους της γυναίκας που έβλεπα καθισμένη σε ένα τραπεζάκι ακριβώς δίπλα στα κάγκελα, με την πλάτη της γυρισμένη προς εμένα, είχε χάσει λίγη απ’ τη δύναμη του αποκτώντας όμως στοιχεία απ’ την ιδιοκτήτρια του και είχε φθάσει στα ρουθούνια μου μεταβάλλοντας την φρεσκάδα του βουνίσιου αέρα σε μια καταπιεστική αναζήτηση στα βάθη της κουρασμένης μου μνήμης.  Ναι, το ξερα αυτό το άρωμα. Το γνώριζα καλά. Ο χρόνος έφτιαξε ένα τούνελ που στους τοίχους του έβλεπα τώρα περνώντας με ιλιγγιώδη ταχύτητα σημαντικά γεγονότα της ζωής μου ενώ παράλληλα βημάτιζα προς την πρώτη ομπρέλα κοιτάζοντας χωρίς στ’ αλήθεια να βλέπω την πλάτη της γυναίκας. Τα δάκτυλα μου έπιασαν τα χοντρά κορδόνια, έλυσαν τον κόμπο μηχανικά και μετά τον ξαναέκαναν με ένα τρόπο που δεν είχε ξαναγίνει ποτέ.
Δυο γυναίκες ξεπήδησαν εν τέλει απ’ το μυαλό μου. Δυο γυναίκες και ένα χωριό, χαμένο κάπου, σε μια αμερικάνικη έρημο. Αδύνατον να θυμηθώ το όνομα του χωριού. Κι όμως δεν πάνε πολλά χρόνια που είχα περάσει από κει. Πάνω σε δυο ρόδες, εκτεθειμένος στα στοιχεία της φύσης και μεθυσμένος απ’ το ταξίδι αλλά και το ίδιο το ποτό που με συνόδευε στις στάσεις μου. Άλλοτε ολιγόλεπτες, άλλοτε ολιγοήμερες. Σε μια τέτοια, σκονισμένος μέχρι τα κόκκαλα σταμάτησα σε ένα οικισμό που αποτελούνταν από ένα βενζινάδικο, ένα μοτέλ, ένα εστιατόριο-καφετέρια-μπαρ, ένα εγκαταλειμμένο κτίριο και ένα μικρό πολυκατάστημα γεμάτο με είδη κατασκήνωσης, τρόφιμα και σουβενίρ. Δεν πρόλαβα να κατέβω απ’ τη μοτοσυκλέτα μου για να γεμίσω βενζίνη και ένας ξερακιανός τύπος που μασούσε λίγο καπνό μου πιασε την κουβέντα μετακινώντας κάθε λίγο και λιγάκι το καπέλο του σαν κάτι να τον ενοχλούσε.
‘Μήπως θα σε βοηθούσε κάτι σαν κι αυτό;’ Γύρισα και είδα τον διευθυντή του ξενοδοχείου με ένα σουγιαδάκι στο χέρι. ‘Το λέω μπας και δεήσεις και ασχοληθείς και με τις υπόλοιπες ομπρέλες πριν γίνουνε όλοι οι πελάτες μας κόκκινοι σαν το κρέας εδώ πέρα’. Το παχύ του μουστάκι ανεβοκατέβηκε θυμωμένα, τα μάτια του πάσχιζαν να φανούν μέσα απ’ το λίπος του προσώπου του.  Δεν είπα τίποτα. Έκοψα βιαστικά το κορδόνι που με ταλαιπωρούσε, πέρασα ένα καινούριο και αφού άνοιξα την ομπρέλα, πήγα στην επόμενη που βρισκόταν ακριβώς δίπλα από την γυναίκα με το ιδιαίτερο άρωμα. Φαινόταν να είναι τόσο απορροφημένη απ’ αυτά που σκεφτόταν που δεν ασχολήθηκε καθόλου με την παρουσία μου. Έπρεπε κάτι να κάνω για να προκαλέσω την προσοχή της και να δω έστω και για μια στιγμή το πρόσωπο της. Παραπάτησα, γύρισα και πιάστηκα από την καρέκλα της για να μην πέσω.
‘Τόσο εύκολο ήταν;’  - ‘Ποιο;’ την ρώτησα ξαφνιασμένος. ‘Μα το να πέσετε πάνω μου’. Την κοίταξα κατάματα.  Δεν μου φάνηκε γνωστή όσο κι αν έψαχνα να βρω μέσα σε δυο σκούρες λίμνες το παρελθόν μου. ‘Λοιπόν; Δεν θα μιλήσετε;’. ‘Εμμ, ναι. Νεβάδα, δώδεκα χρόνια πριν, σας λέει τίποτα;’
‘Έρημος δεν είναι; Κοντά στο Βέγκας, ε; Έχω πάει. Στο Βέγκας. Δεν μου θυμίζετε κάτι όμως’ μου είπε καλοσυνάτα.
‘Είχα μόλις σταματήσει έξω από ένα καφέ. Ξέρετε, αυτά τα μακρόστενα κτίρια με τα τραπέζια που βλέπουν τον δρόμο, την μεταλλική θήκη με τις χαρτοπετσέτες και την ζάχαρη στην μέση, τα μονοκόμματα καθίσματα ντυμένα με καφέ δερματίνη. Έπρεπε να κάτσω σε ένα απ’ αυτά κι ας ήμουν μόνος. Το ’χα δει σε τόσες και τόσες ταινίες που ήθελα να το ζήσω κι από κοντά μια και ήμουν στην Αμερική. Ήταν τα τελευταία χιλιόμετρα ή καλύτερα μίλια του ταξιδιού μου. Όλα θα τελείωναν σε λίγες ώρες. Και ως τότε πράγματι, δεν είχα κάτσει σε ένα κανονικό τραπέζι. Την έβγαζα στις μπάρες, πίνοντας παρέα με λευκούς, μαύρους, ψηλούς, κοντούς …’.
‘Διακρίνω μια προτίμηση στο αντρικό φύλο …’.
‘Όχι, γνώρισα και γυναίκες. Δυο. Ήλπιζα ότι μια από αυτές θα ήσασταν εσείς. Ίδιο άρωμα.’ – ‘Με το δικό μου;’
‘Ναι, είχα ξεκινήσει που λέτε απ’ τη Νέα Υόρκη αφού είχα αγοράσει μια μηχανή, με σκοπό να διασχίσω όλες τις Πολιτείες μέχρι το Βέγκας. Εκεί θα έπαιρνα και πάλι το αεροπλάνο για να επιστρέψω στην Ευρώπη. Δεν ήξερα ακόμα που. Είχα μόλις παρατήσει τη δουλειά μου και θα ξόδευα το μεγαλύτερο μέρος απ’ τις οικονομίες μου για να κάνω αυτό το ταξίδι.’
‘Και τι έγινε μ’ αυτές τις δυο γυναίκες;’
‘Ναι, τι έγινε; Πες μας και πάμε να σκάσουμε …’. Ο γλοιώδης διευθυντής βρισκόταν και πάλι δίπλα μου. Ο ιδρώτας που τον ακολουθούσε καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας είχε μουσκέψει ήδη τις μασχάλες του και η μυρωδιά του έμπλεκε εμετικά με το άρωμα που με είχε ξεσηκώσει.
‘Θα είμαι εδώ το απογευματάκι, κατά τις έξι. Θα μου πεις την συνέχεια; Σίγουρα κάτι παραπάνω θα έχεις θυμηθεί’ μου ψιθύρισε στ’ αυτί ενώ ο διευθυντής είχε σκύψει κι αυτός αδιάκριτα για ν’ ακούσει. Σηκώθηκε εκνευρισμένος και για να με αποφύγει τράβηξε απότομα τον κορμό του στα δεξιά πέφτοντας στην αγκαλιά της Μάγδας. Εκείνη σαστισμένη άφησε τον κουβά με την σαπουνάδα να φύγει από το χέρι της γεμίζοντας την μισή ταράτσα με νερά και φούσκες. ‘Τι δουλειά έχεις εσύ τέτοια ώρα εδώ; Θα ’πρεπε να ’χεις τελειώσει’. Έφυγα ξεκαρδισμένος στα γέλια.
Λίγο αργότερα τελείωσα με τις ομπρέλες και πήγα στην υποδοχή για να ενημερωθώ για τις υπόλοιπες δουλειές της ημέρας. Ήλπιζα πως το πρόγραμμα μου θα ήταν γεμάτο μέχρι να σχολάσω έτσι ώστε να περάσει γρήγορα η ώρα και να ’ρθει η στιγμή που θα ξανασυναντούσα αυτή την αναμφίβολα γοητευτική γυναίκα που είχε μια λάμψη από σταρ της παλιάς χρυσής εποχής του κινηματογράφου.
Δέκα λεπτά πριν τις έξι βημάτιζα κοντά στην σκάλα που έβγαζε στην ταράτσα για να μπορώ να βλέπω και πάλι τις μπαλαρίνες, πολύχρωμες, να υπομένουν καρτερικά τις τελευταίες ακτίνες του ήλιου, σε ένα χορευτικό χωρίς κίνηση κάτω από την μουσική υπόκρουση μιας απαλής μπόσα νόβα. ‘Καλησπέρα, είχα μια υπέροχη μέρα. Ελπίζω να μην μου χαλάσετε το τέλος’ μου είπε περνώντας από μπροστά μου, αφήνοντας για άλλη μια φορά αυτό το άρωμα που με είχε ταξιδέψει πίσω στο παρελθόν εκείνο το πρωινό.
‘Θυμηθήκες λοιπόν;’. Πρόλαβα και της τράβηξα την καρέκλα για να κάτσει και έσπευσα να καθίσω και εγώ δίπλα της. Φορούσε ένα ζευγάρι μεγάλα γυαλιά ηλίου με λευκό σκελετό και ένα άσπρο φόρεμα που αποκάλυπτε μια πρώιμα μαυρισμένη πλάτη. Σαν να είχαμε και οι δυο συμφωνήσει, αφήσαμε μερικά λεπτά να κυλήσουν περιμένοντας  τα πρώτα αστέρια να εμφανιστούν στον καθαρό ουρανό. Της μίλησα λοιπόν για εκείνη τη μέρα στην Νεβάδα. Τότε, σε εκείνο το τραπέζι, όπου είχε μόλις φτάσει ένα παγωμένο ποτήρι μπύρα και ένα μεγάλο κομμάτι από ένα υπερμέγεθες  μπιφτέκι βρισκόταν ήδη στο στομάχι μου. Τα μάτια μου μόλις είχαν αφήσει την σερβιτόρα, εμφανίστηκε μια γυναίκα γύρω στα πενήντα, ντυμένη με ρούχα αγελαδάρισσας, φορώντας σκονισμένες μπότες και ήρθε και έκατσε στο ίδιο τραπέζι απέναντι μου. ‘Σε είδα απ’ την ώρα που μπήκες. Ωραία μηχανή. Δεν φαίνεσαι απ’ τα μέρη μας, θα με κεράσεις κάτι;’ Η αλήθεια είναι ότι δεν είμαι συνηθισμένος σε τέτοιου είδους προσεγγίσεις, αλλά επειδή το μάτι της γυάλιζε, όπως και κάποιων άλλων από τη μπάρα που παρακολουθούσαν τη σκηνή, την κέρασα. Ώρα ήταν να βγούνε και τα κουμπούρια και να γίνουμε Τέξας αντί Βέγκας. ‘Πιες και εσύ άλλη μια’ με πρόσταξε. Άρχισα να σκέφτομαι τον εαυτό μου δεμένο σε κανένα ξεχασμένο πανδοχείο ύστερα από καταναγκαστικό σεξ. Αντί για φόβο ή αναστάτωση, αυτή η εικόνα μου έφερε γέλιο. Πολύ γέλιο. ‘Γιατί γελάς;’ μου είπε κάπως ζόρικα. ‘Πρόσεξε, γιατί στο τέλος θα βγεις χαμένος’.
‘Παίζουμε κάποιο παιχνίδι;’ Το γέλιο μου είχε κοπεί.
‘Κοίτα, αυτά τα κάνει συνήθως ο πατέρας, αλλά επειδή εμάς μας τελείωσε, τα αναλαμβάνω εγώ … Ξέρεις, η κόρη μου είναι εδώ και θέλει να σε γνωρίσει. Είμαι μητέρα με ελεύθερα μυαλά, αλλά πρώτα πρέπει να εγκρίνω’. Ασυναίσθητα γύρισα το κεφάλι μου προς την έξοδο. Μήπως είχε έρθει η ώρα να την κάνω ή θα με πετούσαν έξω όπως στα σαλούν που τσακωνόντουσαν οι γελαδάρηδες; Αποφάσισα να μην μιλήσω καθόλου.
Μετά από λίγο, η μητέρα σηκώθηκε, μου έκανε νόημα φέρνοντας δυο δάχτυλα σε απόσταση αναπνοής απ’ τα μάτια της και έφυγε. Θα με παρακολουθούσε λοιπόν.
Η κόρη έφτασε με ανάλογη αμφίεση, μέχρι και παρόμοιες μπότες και έκατσε στη θέση της μητέρας. Το μπιφτέκι κρύωνε, το δεύτερο ποτήρι μπύρας είχε τελειώσει. Την ίδια ώρα η δίφυλλη πόρτα του εστιατορίου άνοιγε και η μητέρα της χάνονταν μέσα σε ένα σύννεφο σκόνης.
‘Γειά σου, είμαι η Λώρα’ μου είχε πει και το άρωμα της με έκανε να χάσω την όρεξη μου. Ήταν τόσο έντονο, μου προκαλούσε μια ζωώδη έλξη που θα πρέπει να έγινε άμεσα αντιληπτή στην Λώρα. Παρόλα αυτά, όλο το σκηνικό δεν έπαυε να μου θυμίζει φτηνιάρικη αμερικάνικη ταινία. ‘Τζιμ’ της είχα απαντήσει και πριν προλάβω να συνεχίσω, το έκανε εκείνη. ‘Δεν υπάρχουν και πολλά να κάνεις σ’ αυτό το μέρος Τζιμ, να συναντήσεις ανθρώπους που να μην γνωρίζεις, εκτός από εσάς τους ταξιδιώτες. Αν δεν ήσασταν εσείς, θα είχα τινάξει τα μυαλά μου στον αέρα. Να σκέφτομαι μόνο ότι υπάρχει η πιθανότητα να χαθώ με κάποιον και να μην ξαναπατήσω εδώ, με κάνει για την ώρα τουλάχιστον να επιβιώνω’.
‘Και η μητέρα σου τι λέει για όλα αυτά;’ – ‘Μου λέει να φύγω, να πάω στο Βέγκας ή όπου θέλω’ – ‘Και εσύ, γιατί δεν φεύγεις;’ – ‘Δεν μπορώ να την αφήσω, πρέπει να συμβεί κάτι που θα μου πάρει τα μυαλά. Μα όλοι εσείς που περνάτε από δω, το μόνο που ψάχνετε είναι παρέα για μερικές ώρες. Κι αν τα καταφέρετε να περάσετε και καλά. Από πού είσαι;’ μου είπε με ένα αθώο βλέμμα, το ίδιο μ’ αυτό που με είχε κοιτάξει όταν είχε κάτσει πριν λίγο στο τραπέζι.
‘Ουαλία, Σουώνσι’ – ‘Δεν έχω πάει, πως είναι;’ – Καθόλου σκόνη, περισσότερος κόσμος από δω, πολύ πράσινο και βροχές’ – ‘Παράδεισος μου ακούγεται, πάμε μια βόλτα;’ – ‘Που, στο Σουώνσι; - ‘Χαχαχα, όχι βρε, εδώ γύρω να σου δείξω τα μέρη μας’ – ‘Έχει και τίποτ’ άλλο;’ – ‘Όλο και κάτι θα βρεθεί’. Τελικά ή όλες οι γυναίκες σε εκείνο το μέρος ήταν μουρλές ή μονάχα οι δυό τους. Πολύ πιθανόν να μην υπήρχαν κι άλλες. Βγήκαμε απ’ το εστιατόριο-καφέ-μπαρ και κατευθυνθήκαμε προς τη μοτοσυκλέτα. ‘Σ’ αρέσουν;’ με είχε ρωτήσει – ‘Εσύ τι λες; Από την Νέα Υόρκη μέχρι εδώ ήρθαμε παρέα. Αλλά τώρα που τελειώνει το ταξίδι μου θα την πουλήσω. Που πάμε;’ – ‘Εκεί’ μου είπε και μου έδειξε το πουθενά στο τέλος ενός δρόμου που έβγαινε μέσα από θίνες. Κοίτα να δεις που η μοίρα μου φύλαγε το καλύτερο για το τέλος σκέφτηκα ενώ έβαζα την πρώτη ταχύτητα για να ξεκινήσω γεμίζοντας στα κόκκινα το στροφόμετρο. Τουλάχιστον εδώ το άρωμα θα το απομάκρυνε ο αέρας που θα με χτυπούσε στο πρόσωπο και μια ακόμα περίληψη του ταξιδιού στο μυαλό μου θα μου κρατούσε παρέα σ’ αυτή την ευθεία που χανόταν δίχως ίχνος ανθρώπινης δραστηριότητας. 
Κάποια στιγμή η Λώρα με χτύπησε δυνατά στον ώμο και μου έκανε νόημα με τον δείκτη του αριστερού της χεριού. Μια ξύλινη ταμπέλα με μισοσβησμένα μπλε γράμματα έδειχνε κι αυτή με τη σειρά της ένα άλλο δρόμο, στενό, φιδίσιο που χανόταν πίσω από ένα αμμόλοφο. Λίγα λεπτά αργότερα σταματούσαμε σε μια αποξηραμένη λίμνη. Ψυχή δεν φαινόταν. Άκουγες τον αέρα να λυσσομανάει και έβλεπες κομμάτια από ξεραμένους θάμνους να πετάνε σχεδόν πάνω απ’ το έδαφος. ‘Ωραία. Και τώρα;’ της είπα. ‘Τώρα περπατάμε’. Σαν να είχε βαλθεί να με εξαντλήσει. Κοιτούσα κάθε λίγο και λιγάκι το ρολόι μου και έβλεπα τον μεγάλο δείκτη να προχωράει. Είχα αρχίσει να διψάω. ‘Φτάνουμε Τζιμ’.
Ένα οίκημα που έμοιαζε σαν παλιός στάβλος και μερικά δέντρα βρισκόντουσαν τώρα μπροστά μας. Όαση. ‘Νερό έχει εδώ πέρα;’ είπα με το στόμα μου να έχει ξεραθεί εντελώς. Φτάσαμε μπροστά στην είσοδο του κτιρίου και εκείνη μου έκανε νόημα να μπω. ‘Μετά από σένα’ της είπα ευγενικά –‘Όχι! Εσύ θα μπεις πρώτος, εγώ θα περιμένω εδώ’. Μόλις τελείωσε τη φράση μου έδωσε μια μικρή αλλά δυνατή σπρωξιά και έκλεισε την πόρτα πίσω μου. Μια άλλη μυρωδιά χτύπησε τα ρουθούνια μου αυτή τη φορά. Μπόχα και σάπιο κρέας. Τα ξύλινα χωρίσματα έκρυβαν πρόσφατα εγκαταλειμμένες θέσεις για ζωντανά που μου αποκαλύπτονταν η μια μετά την άλλη καθώς περνούσα από δίπλα τους. Πιο πέρα υπήρχε ένα δωμάτιο και στην είσοδο του κρατώντας ένα μπουκάλι νερό στο δεξί της χέρι στεκόταν η μητέρα της Λώρα. ‘Όπως βλέπεις ξένε, συναντιόμαστε και πάλι. Εμάς τις γυναίκες που έχουμε κάποια ηλικία μας πιάνουν πολλές φορές οι ανασφάλειες. Η Λώρα με φροντίζει, αλλά για πόσο ακόμα. Και εγώ το εκμεταλλεύομαι στο έπακρο για όσο κρατήσει. Έλα, θα περάσουμε καλά’. Την κοίταξα στα μάτια ψάχνοντας να βρω κάτι στο βλέμμα της που να με διαβεβαίωνε ότι όλο αυτό είναι ένα αστείο. ‘Έλα’ μου ξανάπε και με πλησίασε. ‘Πλάκα μου κάνεις’ της είπα χαμογελώντας. ‘Καθόλου αγόρι μου’. Ήταν σχεδόν δίπλα μου πια. ‘Δεν γίνεται’ της κάνω ‘δεν μπορώ’ – ‘Έλα, ένα πήδημα είναι και μετά φεύγεις. Η μηχανή σου δεν θα πάθει τίποτα, ούτε τα πράγματα που άφησες στο μπαρ. Αλλιώς …’
 Η γοητευτική γυναίκα με το λευκό φόρεμα που είχα συναντήσει το πρωί έσκυψε προς το μέρος μου και μου είπε κοντά στ’ αυτί. ‘Τελικά, το κάνατε;’ – ‘Όχι, μου σπάσανε τη μηχανή και δεν γύρισα πίσω να δω τι έγινε με τα πράγματα μου βέβαια, γιατί φοβήθηκα ότι θα είχαμε συνέχεια. Με άφησαν εκεί, στη μέση του πουθενά. Περπάτησα μέχρι την διασταύρωση από όπου είχαμε στρίψει με την Λώρα και περίμενα στην άκρη του δρόμου μέχρι τα ξημερώματα. Το βράδυ έκανε κρύο, ανυπόφορο κρύο. Αλλά και η δίψα δεν μ’ άφηνε να κοιμηθώ. Λίγο πριν χαράξει, ένα φορτηγό σταμάτησε και με πήρε.
‘Χμμ, ωραία η ιστορία σου. Άξιζε η αναμονή. Προσπαθούσα όλη μέρα φέρνοντας την εικόνα του προσώπου σου να θυμηθώ αν όντως έχουμε ξανασυναντηθεί κάπου. Έπρεπε να σ’ ακούσω όμως πρώτα για να βεβαιωθώ και τώρα θυμήθηκα’ – ‘Αλήθεια;’ έκανα έκπληκτος ‘πες μου’ - ‘Είναι λογικό να μην το θυμάσαι. Ο αδερφός μου σε είχε φέρει σπίτι του μισολιπόθυμο, εξαντλημένο. Βρισκόμουν στο Βέγκας για λίγες μέρες για ένα συνέδριο καρδιολογίας. Ο Λάνς δούλευε τότε στα φορτηγά μιας εταιρίας που έδρευε εκεί. Όταν σε είδα σου έβρεξα τα χείλη με λίγο νερό και σε τσίμπησα στο λαιμό γιατί κατάλαβα πως μόλις είχες χάσει τις αισθήσεις σου. Όταν επανήλθες, με κοίταξες τρομαγμένος και άρχισες να με ταρακουνάς με ότι δύναμη σου είχε απομείνει. Ο αδερφός μου σε ακινητοποίησε και μόλις ηρέμησες σε ρώτησα τι σου  είχε συμβεί. ‘Λώρα’ μου είπες. ‘Μυρίζεις σαν την Λώρα’. Μετά κοιμήθηκες. Το αεροπλάνο μου έφευγε λίγες ώρες μετά – ‘Και εγώ μόλις ξύπνησα και είδα ότι βρίσκομαι σε ένα άγνωστο σπίτι, μόνος, πήρα ότι βρήκα μπροστά μου από φαγώσιμα και έφυγα σχεδόν τρέχοντας. Η εξάντληση μου είχε δημιουργήσει κενά στην μνήμη που δεν μπόρεσα ποτέ να ανακτήσω. Ευτυχώς στο πορτοφόλι μου υπήρχε ακόμα το εισιτήριο επιστροφής και μερικά δολάρια’
‘Ελπίζω να μην σας ενοχλεί ο Τζιμ’. Για μια ακόμα φορά εκείνη τη μέρα ο διευθυντής βρισκόταν δίπλα μου κουνώντας νευρικά τον γιακά του λευκού του πουκάμισου. ‘ Όχι καθόλου, ότι σκεφτόμασταν να αλλάξουμε παραστάσεις και να αποσυρθούμε στο δωμάτιο μου’. ‘Με λένε Γκρέις’ μου είπε περνώντας το χέρι της κάτω απ’ το μπράτσο μου και πρόσθεσε ‘δεν φαντάζομαι να έχεις αντίρρηση;.
 Καθώς ανεβαίναμε τις σκάλες αφήνοντας πίσω κλειστές πια τις ομπρέλες μου, ήμουν βέβαιος ότι η θέα θα ήταν καλύτερη το επόμενο πρωινό …
Τέλος








Σχόλια