Οι ακροβάτες - διήγημα




Το δωμάτιο που έβλεπε στην πίσω πλευρά του πανδοχείου ήταν λιτό και ευρύχωρο. Ένα ξύλινο κρεβάτι με στρώμα φτιαγμένο από άχυρα, ένα μικρός νεροχύτης, ένα μεγαλούτσικο γραφείο και μια κουνιστή πολυθρόνα. Ο καπνός που έβγαινε απ’ την καμινάδα επέστρεφε στο δωμάτιο περνώντας μέσα από το παράθυρο κάνοντας την ατμόσφαιρα αποπνικτική. Ο Λεβ αποφάσισε να το κλείσει. Ήταν πολύ κουρασμένος απ’ το ταξίδι με την άμαξα. Οκτώ ώρες για να περάσει τα σύνορα και να βρεθεί στην Γαλλία δεν ήταν δα και λίγες. Και ας είχε μπροστά του την προοπτική να συναντήσει την καλή του το ίδιο απόγευμα. Έβγαλε τα ρούχα απ’ το μικρό του μπαούλο που τον συνόδευε σε κάθε του ταξίδι και τα πέταξε μέσα στα συρτάρια που έχασκαν μπροστά του σαν να τον περίμεναν εδώ και ώρα. Θα τα ‘χε ξεχάσει ανοιχτά η υπηρέτρια σκέφτηκε. Έπεσε στο αχυρένιο στρώμα με φόρα δοκιμάζοντας την αντοχή του και βάλθηκε να κοιτάζει τα ξύλινα δοκάρια που συγκρατούσαν το ταβάνι. Σε λίγα λεπτά είχε κοιμηθεί.

Τον βαθύ του ύπνο διέκοψε ένας δυνατός θόρυβος. Και μετά άλλος ένας. Πετάχτηκε απ’ το κρεβάτι και άνοιξε το παράθυρο βέβαιος πως το κακό είχε προέλθει απέξω. Ακούστηκαν φωνές, σαν να είχε μαζευτεί κόσμος έξω απ’ το πανδοχείο. Εκείνος όμως δεν έβλεπε κανέναν. Έκλεισε το παράθυρο και ετοιμάστηκε να κατέβει τις σκάλες για να συναντήσει τον ιδιοκτήτη, όταν άκουσε κάποιον να χτυπάει την πόρτα του. ‘Κύριε Λεβ, κύριε Λεβ, ανοίξτε σας παρακαλώ, είναι επείγον!’ Ο Λεβ έβαλε το παντελόνι του βιαστικά και τράβηξε τον σύρτη της πόρτας με περισσότερη δύναμη απ’ όσο θα ‘πρεπε κάνοντας τον άνθρωπο που βρισκόταν από πίσω της να χάσει προς στιγμή την ισορροπία του βλέποντας την πόρτα να υποχωρεί απότομα και να πέφτει πάνω του. ‘Ω, με συγχωρείτε’ πρόλαβε να του πει και συνέχισε. ‘Ξέρετε, συνέβη κάτι τρομερό. Πριν λίγα λεπτά!’ Ο Λεβ παρατήρησε τον άντρα που βρισκόταν μπροστά του. Δεν θυμόταν να τον είχε ξαναδεί, κι όμως εκείνος γνώριζε το όνομα του. ‘Είμαι ο ιδιοκτήτης του πανδοχείου. Μου είπαν ότι πριν από λίγη ώρα φτάσατε. Δεν σας πρόλαβα …’ ‘Α, και εγώ νόμιζα πως ο Πωλ είναι ο ιδιοκτήτης’. ‘Ακούστε, έγινε ένα ατύχημα και κάποιος κύριος Πιεφ ισχυρίζεται ότι σας γνωρίζει’. ‘Ο Ενρίκε;’ φώναξε άθελα του ο Λεβ  (τι στο καλό θέλει εδώ πέρα;). ‘Τον γνωρίζετε λοιπόν; Κοιτάξτε, ο κύριος Ενρίκε έπεσε με το μόνιππο του στην πύλη του πανδοχείου και έπειτα συνέχισε μέχρι την κεντρική είσοδο’. 

Από το ισόγειο ακούγονταν φωνές. Μια απ’ αυτές του φάνηκε δυσάρεστα γνώριμη. Η εικόνα που είχε σχηματιστεί ήδη στην φαντασία του έπαιρνε τώρα σάρκα και οστά, στην κυριολεξία, αφού μόλις κατέβηκε και το τελευταίο σκαλοπάτι το βλέμμα του συναντήθηκε με το πονεμένα μάτια του αλόγου που βρισκόταν πεσμένο σε μια λίμνη αίματος έχοντας καταπλακώσει την βαριά πόρτα της εισόδου. Ο διάδρομος έμοιαζε να στενεύει απότομα. Το αίμα γέμισε και τα δικά του γαλάζια μάτια λεκιάζοντας την καθαρότητα τους. Για μια στιγμή αισθάνθηκε ότι θα λιποθυμήσει. Κάποιος τον κράτησε σφιχτά απ’ το μπράτσο. Τόσο σφιχτά που θα ήταν πράγματι αδύνατον να αφήσει έστω και για λίγο αυτό τον κόσμο πριν προσπαθήσει με όλη του τη δύναμη να απελευθερωθεί απ’ αυτόν που τον κρατούσε. ‘Λεβ; Καλέ μου φίλε, πόσο χαίρομαι που σε βλέπω! Είχαμε ένα μικρό ατύχημα, βλέπεις’. Ναι, ο Ενρίκε ήταν αφύσικα δυνατός. Αλλά και αρκετά ηλίθιος για να παραβλέπει το δράμα που είχε προκαλέσει. Ο Λεβ ήταν βέβαιος ότι το ατύχημα ήταν από απροσεξία του Ενρίκε. Εκτός από αδερφός της γυναίκας του ο Ενρίκε είχε βαλθεί απ’ την πρώτη στιγμή που γνωρίστηκαν να γίνει κι ο καλύτερος του φίλος. Κι αυτό του είχε ήδη προκαλέσει πολλά προβλήματα στο παρελθόν. Τόσα, που αν η φύση του επαγγέλματος του δεν τον κρατούσε πολλές ώρες ή και μέρες μακριά απ’ το σπίτι του ο γάμος του θα είχε κινδυνεύσει σοβαρά. Και τώρα βέβαια που βρέθηκε Κύριος είδε πως εδώ, μέσα στα πόδια του, πάλι προβλήματα του προκαλούσε. Ήδη άρχισε να σκέφτεται, ενώ ο Ενρίκε του ανέλυε παραστατικά το συμβάν και δυο χειροδύναμοι άντρες προσπαθούσαν να απεγκλωβίσουν το άλογο και να ελευθερώσουν την είσοδο, με ποια δικαιολογία θα τον απέφευγε το βράδυ. Η καλή του δεν θα του το συγχωρούσε ποτέ αν έβλεπε να κάθεται η γουρονόφατσά του στο ίδιο τραπέζι με εκείνους. Άσε που θα έπρεπε να παίζουν θέατρο μπροστά του για να μην καταλάβει ότι κάτι τρέχει μεταξύ τους. Δύσκολο αν σκεφτεί κανείς ότι το χωριό ήταν μικρό και δεν υπήρχε παρά μονάχα ένα καλό μέρος για να φάει και να διασκεδάσει κανείς.
‘Που θα μείνεις απόψε;’ τον διέκοψε επιτέλους.
‘Εμ, να …, ξέρεις, έλεγα μήπως είχες λίγο χώρο στο δωμάτιο και για μένα’. ‘Ω, μα ναι, ασφαλώς και θα μπορέσουμε να βάλουμε άλλο ένα κρεβάτι στο δωμάτιο του κυρίου Λεβ’ πετάχτηκε από μια γωνία ο ιδιοκτήτης. ‘Άλλωστε ο κύριος Ενρίκε είχε την καλοσύνη να μας διαβεβαιώσει από την πρώτη κιόλας στιγμή μετά το ατυχές γεγονός, ότι θα μας αποζημίωνε για την μικρή καταστροφή που μας έκανε το άλογο του. Κι αυτά τα καημένα καμιά φορά είναι άρρωστα και εμείς δεν το καταλαβάινουμε …’ Το χρήμα μιλούσε για κείνον.
Ύστερα από λίγη ώρα και ενώ ο Ενρίκε ξάπλωνε κι αυτός με τη σειρά του για να ξεκουραστεί, ο Λεβ τον ρώτησε: ‘Τι στο καλό σε έπιασε και ήρθες από δω;’. ‘Δουλειές’ του απάντησε αδιάφορα εκείνος. ‘Δε μου είχες πει τίποτα’. ‘Ναι, αλλά ούτε εσύ μου είχες πει ότι θα φευγες για λίγες μέρες. Το ‘μαθα απ’ την αδερφή μου λίγο πριν αναχωρήσω. Κοίτα να δεις σύμπτωση όμως ε; Στο ίδιο χωριό …’. ‘Ναι, για φαντάσου …’ του είπε ο Λεβ χωρίς να έχει πεισθεί ούτε στο ελάχιστο για αυτά που μόλις είχε ακούσει (λες να τον είχε στείλει η γυναίκα μου; σκέφτηκε). Λίγα λεπτά αργότερα οι τοίχοι του δωματίου έτρεμαν απ’ τα ροχαλητά και ο Λεβ αηδιασμένος απ’ την μυρωδιά του κουνιάδου του, ντύθηκε βιαστικά και κατέβηκε να κάνει μια απογευματινή βόλτα. Μέχρι τις επτά που είχε ραντεβού με την καλή του υπήρχε χρόνος. Ίσως να κατάφερνε να βρει ένα τρόπο για να αποφύγει την συνάντηση με τον Ενρίκε.

Τα φανάρια ζέσταιναν με το κίτρινο φως τους το πλακόστρωτο στα δρομάκια του χωριού. Ένας άντρας και μια γυναίκα περνούσαν τώρα από δίπλα του σφίγγοντας τα κασκόλ και τα μαντήλια τους, κατεβάζοντας τα καπέλα τους για να καλύψουν τα αυτιά. Έτριβαν τα χέρια τους για να ζεσταθούν αυξάνοντας τον ρυθμό στο βάδισμα τους. Κι όλα αυτά σε απόλυτο συντονισμό σαν να εκτελούσαν μια σκηνή από κάποιο θεατρικό έργο. Ο Λεβ επιτάχυνε κι αυτός το δικό του βήμα προσπαθώντας να βρεθεί πολύ κοντά τους και να δει τα πρόσωπα τους. Στοιχημάτιζε με τον εαυτό του ότι ήταν αδέρφια και μάλιστα δίδυμα!
‘Συμβαίνει κάτι;’ – ‘Ναι, συμβαίνει κάτι;’ τον ρώτησαν και οι δυο καθώς τα πόδια τους σταματούσαν στο ίδιο σημείο. Ο Λεβ έβλεπε τώρα δυο ζευγάρια μεγάλα εκφραστικά μάτια κι ένα μέρος απ’ το μέτωπο τους. Τα υπόλοιπα καλύπτονταν από υφάσματα και καπέλα για να τους προστατεύουν απ’ το τσουχτερό κρύο. ‘Καλησπέρα, είμαι ο Λεβ’ τους είπε κάνοντας την φωνή του βροντερή σαν να ήθελε να τους τρομάξει λίγο και να τους επιβληθεί. ‘Καλησπέρα’ είπε μονάχα ο άντρας. ‘Είστε αδέρφια;’ τους ρώτησε ο Λεβ.
‘Ναι, είμαστε’ απάντησε η γυναίκα απορημένη κοιτάζοντας τον ξένο και έπειτα τον αδερφό της. ‘Είμαστε ακροβάτες, έχουμε παράσταση απόψε. Ελάτε να μας δείτε στο χάνι του Ιρλανδού’ – ‘Ναι, ελάτε, σε λίγο αρχίζουμε’ πρόσθεσε ο άντρας.
‘Μα και βέβαια γιατί όχι; Είσαστε δίδυμοι;’ Η απάντηση ήταν προφανής, το είχε καταλάβει ήδη,  ρωτούσε για να συνεχίσει την κουβέντα καθώς βάδιζε τώρα πλάι τους. Εκείνοι όμως έκαναν πως δεν άκουσαν. ‘Όσο πιο γρήγορα φτάσουμε, τόσο το καλύτερο’ είπε ο άντρας. ‘Κρυώνουμε πάρα πολύ. Χειμώνα θα πεθάνουμε’ – ‘Ναι, χειμώνα’ συμπλήρωσε η αδερφή του.

Το χάνι του Ιρλανδού ήταν σχεδόν γεμάτο, οι άντρες φώναζαν κρατώντας ξέχειλα ποτήρια με μπύρα στα χέρια και οι λιγοστές γυναίκες περνούσαν απ’ τη μια αγκαλιά στην άλλη χωρίς οι φούστες τους να προλαβαίνουν να καλύψουν τις καλτσοδέτες και τα γυμνά πόδια τους που είχαν γεμίσει κοκκινίλες απ’ τα άγαρμπα πιασίματα των θαμώνων. ‘Μα αυτό είναι το ιδανικό μέρος για τον Ενρίκε σκέφτηκε ο Λεβ χαμογελώντας. Το βραχύσωμο ζευγάρι χώθηκε πίσω απ’ τη μπάρα, σε μια καμαρούλα για να  αλλάξει και ο Λεβ ακούμπησε σε μια ξύλινη κολώνα και τράβηξε την αλυσίδα που κρατούσε το ασημένιο ρολό του στο γιλέκο. Είχε ακόμα μια ολόκληρη ώρα στη διάθεση του.
Σε λίγο ο μπάρμαν χτυπούσε με μανία μια μπρούτζινη καμπανούλα αναγγέλλοντας την άφιξη των ακροβατών ενώ δυο άντρες προσπαθούσαν να αδειάσουν δυο τραπέζια για να κάνουν χώρο. Πανδαιμόνιο ακολούθησε αφού οι παρέες των δυο τραπεζιών αρνήθηκαν να σηκωθούν. Το θέαμα θα περιλάμβανε αναπάντεχα και πυγμαχικές επιδείξεις! Κάποια στιγμή αφού χόρτασαν μπουνιές και οι δυο πλευρές το μέρος άδειασε και εμφανίστηκαν τα δυο αδέρφια ντυμένα με λευκά πουκάμισα και κόκκινα παντελόνια με πιέτες. Τα πρόσωπα τους ήταν λευκά σαν το χιόνι, τα μάτια τους γύρω-γύρω μαύρα, θλιμμένα κι ας γελούσαν. Αφού έκαναν μια βαθιά υπόκλιση έφεραν μπροστά τους μια καρέκλα, έπειτα άλλη μια και ξεκίνησαν το πρώτο τους νούμερο. Με αέρινες κινήσεις εκτελούσαν τέλειες τούμπες, ισορροπούσαν ο ένας στις παλάμες του άλλου, αψηφούσαν την βαρύτητα και τις οδυνηρές επαφές με το έδαφος. Οι καρέκλες έπαιζαν τον ρόλο βουβών βοηθών που πηγαινοερχόντουσαν με μεθυσμένα βήματα. Τα νούμερα διαδέχονταν το ένα το άλλο με μικρά διαλείμματα που παρεμβάλλονταν πριν απ’ την αναγγελία τους. Και έτσι έφτασε η μεγάλη στιγμή για το ακροβατικό της βραδιάς.

Ο Λεβ κοίταξε και πάλι το ρολόι του, ήταν ήδη 7! Το ραντεβού με την ερωμένη του θα ξεκινούσε τούτη τη στιγμή. Έκανε να φύγει μα δεν μπορούσε σχεδόν να κουνηθεί απ’ τον κόσμο που βρισκόταν γύρω του. Δοκίμασε να σπρώξει αλλά τα αγριεμένα βλέμματα που συνάντησε τον έκαναν να καταλάβει ότι δεν θα βγαινε χωρίς απώλειες απ’ το χάνι. Στο μεταξύ τα αδέρφια πηδούσαν πάνω από ένα πυρσό που κρατούσε γονατισμένη μια γυναίκα και τα κορμιά τους φαινόντουσαν σαν να πέρναγαν το ένα μέσα απ’ το άλλο χωρίς να έρχονται σε επαφή. Οι βουτιές τους έγιναν περίτεχνες περιστροφές και οι ταχύτητα με την οποία τις εκτελούσαν ολοένα και μεγαλύτερη. Κάποια στιγμή ο άντρας δεν υπολόγισε σωστά και το πουκάμισο του άρπαξε φωτιά. Στην αρχή κανείς δεν το κατάλαβε. Έμοιαζε να είναι άλλο ένα κόλπο της παράστασης.  Όταν το συνειδητοποίησε ο ίδιος, τρόμαξε, έχασε την ισορροπία του και συγκρούστηκε με την αδερφή του. Τα κορμιά τους έπεσαν με φόρα πάνω στο πάτωμα. Ο θόρυβος προκάλεσε μια στιγμιαία σιωπή που απλώθηκε πάνω από τα κεφάλια όλων των παρευρισκόμενων. Και ύστερα τρομαγμένα επιφωνήματα ανάκατα με βροντερά γέλια. Ο Λεβ έπρεπε να φύγει αλλά δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του απ’ το άδειο βλέμμα του άντρα που βρισκόταν στο έδαφος. Του θύμισε το βλέμμα του αλόγου που ψυχορραγούσε στην πόρτα του πανδοχείου λίγες ώρες πριν. Σαν να βρήκε το χαμένο θάρρος που έψαχνε, έσπρωξε όποιον του έφραζε τον δρόμο και βρέθηκε πλάι του. Έπιασε μια ξύλινη κούπα από ένα διπλανό τραπέζι και μούσκεψε το πρόσωπο του ακροβάτη. Τα μάτια του ζωντάνεψαν, μέσα απ’ τις βαθυπράσινες λίμνες τους είδε τη ζωή να επιστρέφει.

Ανακουφισμένος βγήκε στο πεζοδρόμιο και έπιασε να περπατάει όσο πιο γρήγορα μπορούσε, ικανοποιημένος απ’ την ευτυχή κατάληξη μιας άτυχης στιγμής, έτοιμος να γευθεί την χαρά της συνάντησης με την ερωμένη του. Λίγο αργότερα βρισκόταν περιτριγυρισμένος και πάλι από τραπέζια, σε ένα εντελώς διαφορετικό μέρος. Σε απόσταση αναπνοής καθόταν η καλή του κακαρίζοντας, ζαλισμένη απ’ το κρασί, να πλέει σε πελάγη ευτυχίας και δίπλα της με την πλάτη γυρισμένη προς το σημείο όπου στεκόταν εκείνος, ο κουνιάδος του. ‘Ποιος θα το ’λεγε’ κατάφερε να πει πριν φέρει το χέρι του στο στόμα αηδιασμένος απ’ την μπόχα που ανέδιδε το σώμα του Ενρίκε. Στο μυαλό του είχε ήδη επιστρέψει στο χάνι, τελειώνοντας την νύχτα συντροφιά με τους παράτολμους ακροβάτες …

Τέλος




Σχόλια