Ταξίδι στον εαυτό μου - διήγημα



Όταν ξεκίνησα την πορεία μου στην έρημο ήμουν βέβαιη ότι σε τακτά χρονικά διαστήματα θα συναντούσα οάσεις με φοινικόδεντρα και τέντες κάτω απ’ τις οποίες θα με περίμεναν μεγάλα ντεπόζιτα με δροσερό νερό. Γιατί έτσι ήθελα να πιστεύω. Κι όταν βάζω κάτι στο μυαλό μου το οποίο συνήθως δεν έχει και μεγάλη σχέση με την πραγματικότητα, το κάνω εν γνώσει μου για να προστατέψω τον εαυτό μου αλλά και για να του δώσω την απαραίτητη ώθηση που θα τον οδηγήσει στην επιτυχία. Συνηθίζω να με παιδεύω αρκετά. Να δοκιμάζω τις αντοχές μου. Έχω κινδυνέψει να χάσω τη ζωή μου. Κι ίσως να συμβεί κι αυτό κάποια στιγμή αφού δεν με βλέπω να βάζω τελεία στις περιπέτειες μου.
Το κακό είναι ότι συνήθως με ακολουθεί και ο άντρας μου ο οποίος αδυνατεί να καταλάβει για ποιο λόγο συμπεριφέρομαι έτσι κι ας του χω εξηγήσει σχεδόν απ’ την πρώτη στιγμή που γνωριστήκαμε ότι δεν είμαι μια συνηθισμένη γυναίκα. Ο πατέρας μου με τραβολόγαγε σε βουνά και λαγκάδια από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Εκείνος είχε το λόγο του βέβαια. Η μητέρα μου μας είχε αφήσει αιφνιδίως για την άλλη ζωή και η λεπτή ισορροπία που κρατούσε το μυαλό του στη θέση του χάθηκε όταν εγώ ήμουν μόλις δύο χρονώ. Ο πατέρας μου υποστηρίζει μια δική του όπως λέει θεωρία η οποία στηρίζεται στην συνεχή κίνηση. Κάνουμε πράγματα, μετακινούμαστε συνεχώς για να μην σκεφτόμαστε. Κινείται για να μην σκέφτεται αυτό που τον δυσαρεστεί.
Κι έτσι από κείνον πήρα κι εγώ τη σκυτάλη και συνεχίζω. Μονάχα που για να ισορροπώ το δικό μου το κεφάλι χρειάζομαι ένα φυσιολογικό άνθρωπο δίπλα μου. Αυτόν που δεν με καταλαβαίνει. Τον σύντροφό μου, τον άντρα μου. ‘Πόσο ακόμα για την όαση;’ μου είπε ο Μιχάλης διακόπτοντας το εγωκεντρικό μου εσωτερικό παραλήρημα.
‘Πόση ώρα περπατάμε Μιχάλη;’.
Συμβουλεύτηκε το ρολόι του και αφού έφτυσε μερικούς κόκκους άμμου μου είπε: ‘Τρεις ώρες και δεκατρία λεπτά’.
‘Έχουμε δρόμο ακόμα. Θα κάνουμε ένα διάλειμμα σε μισή ώρα. Σε εβδομήντα πέντε λεπτά θα είμαστε κάτω από φοίνικες’.
‘Το λες σαν να έχεις ξανακάνει πολλές φορές αυτή τη διαδρομή’ μου είπε χαμογελώντας.
‘Έλα πρέπει να ανοίξουμε το βήμα μας. Αν τυχόν δυναμώσει ο αέρας θα τα βρούμε σκούρα με τη θύελλα’ του είπα χωρίς στ’ αλήθεια να το πιστεύω. Μ’ αρέσει να τον τρομοκρατώ λίγο. Μ’ αυτό τον τρόπο λειτουργεί καλύτερα και δε γκρινιάζει.
Ίσιωσα λίγο το καπέλο μου που είχε μετακινηθεί απ’ τον αέρα, έσφιξα το λουρί κάτω απ’ το λαιμό μου και κοίταξα μακριά, εκεί που οι αμμόλοφοι έπαυαν να έχουν όγκο και να γίνονται μικρές τεθλασμένες γραμμές. Τελικά παντού υπάρχει χώρος για σκέψη είπα μέσα μου. Ό, τι κι αν κάνεις μπορείς να ανασκαλεύεις το παρελθόν ανά πάσα στιγμή. Άραγε, τι είχε πετύχει με την θεωρία του ο πατέρας μου που εν τέλει δεν μπορούσε να ξεφύγει από αυτό που τον κυνηγούσε; Ένα άθροισμα στιγμών, ένα σύνολο αναμνήσεων χρησιμοποιούσε κάθε φορά σαν οπλοστάσιο για να αναχαιτίσει τον χαμό της μητέρας μου; Θα μπορούσα να σκεφτώ τα πάντα κατά τη διάρκεια αυτής της πορείας πάνω στο μαλακό σαν πούδρα χώμα, όπου το πόδι μου βούλιαζε μέσα στην ζεστή άμμο και παραμορφωνόταν σε άλλα σημεία της διαδρομής απ’ το πατημένο χαλίκι και τις κοφτερές πέτρες.
Έπιασα να μετράω τις διαφραγματικές αναπνοές μου μέχρι το τετρακόσια όπως έκανα κάθε πρωί την μισή ώρα που αφιέρωνα για να κάνω διαλογισμό. Αυτό σίγουρα με βοηθούσε στο να αδειάσω εντελώς το κεφάλι μου. Όχι όμως έχοντας τον Μιχάλη δίπλα μου. Σαν να είχε μαντέψει τις σκέψεις μου έπιασε να μου μιλάει για τη δουλειά του και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει. Όλος ο κόσμος του Μιχάλη βρισκόταν μέσα σε ένα οκτάωρο, αυτό του γραφείου. Όταν επέστρεφε σπίτι τ’ απόγευμα θα μιλούσε γι αυτόν πριν ανοίξει την τηλεόραση και παραμείνει μπροστά της μέχρι την ώρα που θα αρχίσει να νυστάζει.
Παλιότερα, τον πρώτο καιρό που ήμασταν παντρεμένοι, του άρεσε να ακούει και τα δικά μου νέα. Ή μάλλον δεν έμπαινε καν στον κόπο να μου μιλήσει για τα δικά του. Μπορούσα να του μιλάω με τις ώρες γι αυτά που μ’ απασχολούσαν, επαγγελματικά και μη και εκείνος να με παρακολουθεί δίχως ποτέ να διαφωνεί μαζί μου. Τα πρώτα χρόνια ίσως και να το έκανε. Μετά σαν να κουράστηκε, να αποδέχτηκε τις απόψεις μου που δεν είναι δα και τίποτα ριζοσπαστικές ή ανήθικες. Το μόνο παράπονο που επέμενε να μου αναφέρει αραιά και που ήταν η απαξίωση που έδειχνα σε ότι αφορούσε στο παιδί. Η κόρη μας μαθήτευε εσωτερική σε ιδιωτικό σχολείο. Την βλέπαμε τα σαββατοκύριακα. Πολλές φορές εγώ δεν την έβλεπα ούτε κατά την διάρκεια αυτών αφού έλλειπα σε κάποια ορειβατική εκδρομή, εκδρομές γενικότερα. Οπουδήποτε μακριά απ’ το σπίτι κι ας σήμαινε αυτό ότι θα πέρναγαν δεκαπέντε μέρες χωρίς να την δω. Γι αυτό υπάρχουν και τα τηλέφωνα. Η κόρη μας θα τα κατάφερνε μια χαρά και χωρίς εμένα. Θα γινόταν ολοένα και πιο ανεξάρτητη – άλλωστε είχε ήδη τελειώσει πια το πανεπιστήμιο – κι όταν θα ρχοταν η στιγμή θα έφευγε με ευκολία από κοντά μας. Αυτό δεν ήταν άλλωστε το ζητούμενο; Επιχειρηματολογούσα πάνω σ’ αυτές τις φράσεις. Η επανάληψη τους βρισκόταν σε κάθε μας συζήτηση, σε κάθε καυγά γύρω απ’ αυτό το θέμα. Με ενοχλούσε που κάθε φορά εξηγούσα τα αυτονόητα. Το να κάνεις ένα παιδί δεν σημαίνει ότι θα απαρνηθείς την προσωπικότητά σου, αυτά τα στοιχεία που σε χαρακτηρίζουν ουσιαστικά από τότε που ενηλικιώθηκες.
Αλλά να τώρα που η αμμοθύελλα έκανε την εμφάνισή της στο βάθος του ορίζοντα. Σε λίγα λεπτά θα μας είχε τυλίξει. Ο Μιχάλης σταμάτησε να μιλάει για τον προϊστάμενό του και την αντιπαθητική γυναίκα του και έπιασε να τυλίγει με ένα μαντήλι το κεφάλι μου μέχρι να μείνουν ακάλυπτα μόνο τα μάτια μου. Το ίδιο επανέλαβα κι εγώ σ’ αυτόν. Σε δύο λεπτά είχαμε μεταμορφωθεί σε βέρους Βεδουίνους και σε δέκα είχαμε γίνει ένα με την άμμο που απειλούσε να χωθεί μέσα από τα δερμάτινα προστατευτικά που βοηθούσαν τα γυαλιά ηλίου να εφαρμόσουν στο πρόσωπό μας. Περπατούσαμε με το κεφάλι σκυφτό μέσα σε μια καφέ διάστικτη ομίχλη. Ο χρόνος ήταν πολύτιμος, μια ακόμα ευκαιρία να θέσω εαυτόν εκτός πραγματικότητας και να φαντάζομαι ένα άγονο πλανήτη με αφόρητες συνθήκες διαβίωσης αλλά με υπερδραστήριους και ανθεκτικούς ιθαγενείς. Αναμφίβολα το διασκέδαζα ενώ ο Μιχάλης δίπλα μου θα πρέπει να βλαστημούσε την ώρα και τη στιγμή που ήρθε μαζί μου, ακόμα και που με παντρεύτηκε.
Κάποια στιγμή κι ενώ η ατμόσφαιρα έδειχνε να καθαρίζει, ακούστηκε ένας θόρυβος από μακριά κι όταν γυρίσαμε τα κεφάλια μας είδαμε δύο στρογγυλά φανάρια που μεγάλωναν ολοένα και περισσότερο, να μας πλησιάζουν. Ένα ευμέγεθες όχημα σταματούσε δίπλα μας, οι πόρτες άνοιγαν και δυο μεγαλόσωμοι άντρες ντυμένοι στα λευκά πήδηξαν έξω. Η θύελλα είχε αρχίσει ήδη να εξασθενεί. Οι δύο άντρες μας απευθύνθηκαν στα αγγλικά χαμογελώντας.
‘Φοβερή θύελλα ε; Ελπίζω να ξέρετε που πηγαίνετε γιατί εμείς έχουμε χαθεί’ είπε ο ένας από αυτούς.
‘Εμείς σκοπεύουμε να καταλήξουμε στην παραλία αλλά σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας έχουμε ακόμα αρκετές ώρες πεζοπορία. Θα κατασκηνώσουμε κάποια στιγμή πριν το σούρουπο, πριν μας προλάβει το κρύο’ τους είπα.
‘Όχι, όχι. Εμείς δεν έχουμε κατά νου να βγάλουμε τη νύχτα στην έρημο. Στην πόλη θέλουμε να φτάσουμε αλλά μας χάλασε το σύστημα πλοήγησης και παλεύουμε με ένα χάρτη και μια πυξίδα. Δε θα ’λεγα βέβαια ότι τα καταφέρνουμε και πολύ καλά’.
‘Κι όμως. Αν συνεχίζατε δυτικά κάποια στιγμή θα φτάνατε’ τους είπα ενώ ο Μιχάλης είχε βαλθεί να αφαιρέσει όλη την άμμο που είχε μπει στα ρουθούνια και στο στόμα του.
‘Τι θα λέγατε αν συνεχίζαμε όλοι μαζί; Είμαι ο Λέναρντ κι αυτός ο Άνγκους’. Αφού συστηθήκαμε ο Μιχάλης έσπευσε να μπει στο τζιπ δίχως να καν να απαντήσει στην προτροπή τους. Ήταν φανερό ότι γι αυτόν η περιπέτεια είχε τελειώσει. Όχι όμως και για μένα. Δεν είχα διανύσει τόσα χιλιόμετρα για να τα παρατήσω λίγο πριν το τέλος επειδή δύο παιδοβούβαλοι το αποφάσησαν.
‘Εγώ θα συνεχίσω με τα πόδια’ του είπα εμφατικά στ’ αγγλικά για να καταλάβουν κι οι άλλοι. Οι δύο άντρες κοιτάχτηκαν μεταξύ τους κι έπειτα στράφηκαν προς τον Μιχάλη.
‘Κάνε ότι θες’ μου απάντησε εκείνος ατάραχα. ‘Εγώ θα συνεχίσω μ’ αυτούς τους ευγενικούς κυρίους’.
‘Θα τα πούμε στην πόλη λοιπόν’ του είπα εκνευρισμένη και ξεκίνησα να περπατάω. Αν νόμιζε ότι θα υποχωρούσα ήταν γελασμένος. Σε κάθε άλλη περίπτωση θα είχα τραβήξει κι άλλο το σχοινί, θα έκανα καυγά. Αλλά τώρα δεν είχα καμία όρεξη να χαλάσω κι άλλο τη βόλτα μου. Όχι κύριε, καμία!
‘Δεν γίνεται να σας αφήσουμε μόνη σας στην έρημο’ μου είπε ο Λέναρντ. ‘Επιτρέψτε μου να σας συνοδεύσω’. Είχαν βαλθεί να μου σπάσουν τα νεύρα λοιπόν. Απ’ την άλλη ήταν μια καλή ευκαιρία να εκδικηθώ τον Μιχάλη για την ανταρσία του. Κι έτσι αφού αρνήθηκα τρεις φορές για να κάνω τη δύσκολη, στο τέλος δέχτηκα. Ο Μιχάλης μας άφησε το σάκο με τη σκηνή και τις λιγοστές προμήθειες που είχαμε μαζί μας και εξαφανίστηκε μέσα σε ένα σύννεφο σκόνης μαζί με τον κατά πολλά χρόνια νεώτερο του Άνγκους.
‘Επιτρέψτε μου να σας κάνω μια-δυο ερωτήσεις σχετικά μ’ αυτό που συνέβη’ μου είπε με περισσή ευγένεια ο συνοδοιπόρος μου.
‘Επειδή ο δρόμος είναι μακρύς θα προτιμούσα ν’ αφήσουμε τις τυπικότητες, ρώτα με ότι θες’.
‘Χμ, ναι, ασφαλώς. Δεν ήταν κάπως τραβηγμένη η αντίδρασή σου;’
‘Όχι, αν αναλογιστείς τι σημασία έχουν για μένα αυτά τα ταξίδια. Μ’ αυτά συντηρώ τον γάμο μου αλλά και διατηρώ την πνευματική μου ισορροπία’.
‘Μήπως υπερβάλλεις; Στην προκειμένη περίπτωση δεν νομίζω ότι διακυβεύονταν και πολλά. Είχατε ήδη περπατήσει αρκετά μέσα στην έρημο και φαντάζομαι ότι δεν ήταν και η πρώτη σας εξόρμηση στην αφρικανική ήπειρο’.
‘Γι αυτό σου λέω. Δεν μπορείς να το καταλάβεις. Είναι κάτι σαν το νερό που πίνεις όταν διψάς, το φαγητό που πρέπει να γεμίσει το στομάχι σου’.
‘Τέλος πάντων. Η αλήθεια είναι ότι είμαστε δύο άγνωστοι’.
‘Η δική σου ιστορία ποια είναι;’
‘Χα,χα. Μα δεν μου είπες και εσύ τη δική σου. Όχι δα, με τρεις κουβέντες;’
‘Νομίζω ότι εσύ θα είσαι πιο πρόθυμος. Κι ότι θα επιδιώξεις με τον τρόπο σου να μάθεις στο τέλος τη δική μου. Ας παίξουμε λοιπόν αυτό το παιχνίδι. Πρόσεξε όμως. Ας μην είναι προφανές έπειτα απ’ αυτά που θα ακούσω ότι θα πρέπει να αναθεωρήσω τη συμπεριφορά μου απέναντι στον άντρα μου’. Ο Λέναρντ με κοίταξε έκπληκτος.
‘Έφτασες μέχρι το υποσυνείδητό μου. Αυτό δε θέλεις να σου πω; Πρόλαβες τη στρατηγική μου πριν ακόμα την χαράξω εγώ ο ίδιος. Αλλά νομίζω ότι το πήγες πολύ μακριά. Αν πάλι βγάλεις τα ίδια συμπεράσματα απ’ αυτά που θ’ ακούσεις θα πρέπει να σκεφτείς ότι υπάρχουν και συμπτώσεις. Η ίδια η λέξη από μόνη της ενισχύει συνήθως τη σημασία της εξ αιτίας απίθανων γεγονότων, καταστάσεων, συναντήσεων και πάει λέγοντας. Δε νομίζεις;’
Σιώπησα. Η παρέα του δεν μου ήταν δυσάρεστη. Κάθε άλλο. Ίσως και να ήμουν τυχερή. Για την ώρα δεν θα μιλούσα άλλο. Είχε αρχίσει να σουρουπώνει και ο αέρας να γίνεται όλο πιο αδύναμος αλλά και πιο ψυχρός. Δεν συγκρίνονται πολλές απολαύσεις μ’ αυτήν που σου δίνει ένα τοπίο που αλλάζει χρώματα μέσα σε απόκοσμη ησυχία, με ένα ουρανό να γεμίζει σιγά-σιγά με φωτεινές κουκίδες, ένα σύμπαν να γίνεται η Γη. Ένα με το σύμπαν αισθανόμουν ότι γίνομαι κι εγώ. Προτιμώ να αγκαλιάζω ουτοπίες.
Παρατηρούσα ότι όσο περνούσε η ώρα ο ρυθμός που βαδίζαμε έφθινε. Σύντομα θα έπρεπε να κάνουμε μια στάση για να στήσουμε τη σκηνή, να ξεκουραστούμε και έπειτα να πάμε για ύπνο. Γύρισα και κοίταξα τον Λέναρντ. Παρόλο που απ’ το σεξ είχα απογοητευθεί παρά γοητευθεί, η προοπτική μιας νύχτας που εκτός από μερικά σάντουιτς και ένα μπουκάλι λευκό κρασί ζεσταμένο θα μπορούσε να περιλαμβάνει και σαρκικές απολαύσεις, άρχισε να φαντάζει αναπάντεχα ελκυστική. Γιατί όμως; Ίσως επειδή ακριβώς για τα δικά μου μέτρα και σταθμά το να συμβαίνει κάτι τέτοιο ήταν απλά αδύνατο. Θα χρειαζόταν να επιστρατεύσει μια γοητεία που εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον δεν φαινόταν να διαθέτει. Ήταν αρκετά εμφανίσιμος αλλά έπρεπε να με παραμυθιάσει. Κι αν δεν το χετε καταλάβει ακόμα, δεν παραμυθιάζομαι εύκολα.
Το κατάλληλο σημείο βρέθηκε έπειτα από λίγο, ανάμεσα σε δύο φυτεμένους βράχους που σχημάτιζαν ένα μικρό φαράγγι. Εκεί στήσαμε τη σκηνή, ανάψαμε μια λάμπα θυέλλης, στρώσαμε ένα μεγάλο πανί και βάλαμε το μικρό ψυγείο μπροστά μας – άχρηστο πλέον αφού είχε χάσει την ιδιότητα του μερικές ώρες πριν κάτω από τον σκληρό ήλιο – ακουμπώντας τα φαγώσιμα και το μπουκάλι με το κρασί.
‘Λοιπόν Λέναρντ, σ’ ακούω’.
‘Έχεις συνηθίσει να δίνεις εντολές και να σε υπακούνε, έτσι δεν είναι;’
‘Δε νομίζω’,
‘Αυτό σημαίνει ‘ναι’’.
‘Κι εσύ έχεις συνηθίσει να γίνεσαι ερειστικός με κάποιον που πριν λίγο γνώρισες’.
‘Δεν είχα τέτοια πρόθεση. Τελικά μάλλον μου έκανε μεγάλη εντύπωση ο τρόπος που φέρθηκες στο σύζυγό σου’.
‘Στα δικά μου τα μάτια ισοδυναμεί με το φυσιολογικό’.
‘Ξέρεις κάτι; Πρέπει να γίνεις πιο διαλλακτική’.
‘Γιατί;’.
‘Γιατί εγώ είμαι αυτός που θα παντρευτεί την κόρη σου!’
‘Χαχαχαχα! Τη Μίνα; Κι ήρθες εδώ στη μέση του πουθενά για να μου το ανακοινώσεις;’ Το γέλιο μου κόπηκε ξαφνικά. Είχα μόλις συνειδητοποιήσει ότι ο άντρας που βρισκόταν δίπλα μου γνώριζε όντως την κόρη μου. Ένιωσα το αίμα να πλημμυρίζει το κεφάλι μου. ‘Τι σόι κακόγουστη φάρσα είναι αυτή; Από πού κι ως που;’ Τα χέρια μου έτρεμαν.
‘Η Μίνα βρίσκεται στην πόλη και κατά πάσα πιθανότητα αυτή τη στιγμή θα παίρνει το δείπνο της στο ξενοδοχείο παρέα με τον Μιχάλη και τον Άνγκους’.
‘Να υποθέσω ότι ο Άνγκους είναι ο κουμπάρος;’
‘Βλέπω μπήκες στο κλίμα’.
‘Ο Μιχάλης θα πάθει εγκεφαλικό’.
‘Ο Μιχάλης ξέρει’.
‘Τι;’ Κατάπια το σάλιο μου μαζί με μια μεγάλη γουλιά κρασί. Με έπιασε βήχας. Έβηξα όσο πιο δυνατά μπορούσα. Φώναζα βήχοντας. Η οργή μου ήθελε να καταστρέψει κάτι και ασυναίσθητα είχα βαλθεί να γδάρω τις φωνητικές μου χορδές. Σηκώθηκα όρθια, τίναξα τα ρούχα μου χωρίς λόγο αφού είχαν αρχίσει να κολλάνε πάνω μου απ’ την υγρασία και ετοιμάστηκα να φύγω.
‘Δε θα σαι καλά’ μου είπε ο Λέναρντ πιάνοντας με σφικτά απ’ το δεξί μου μπράτσο, ήρεμος αλλά αποφασισμένος να μην μ’ αφήσει. ‘Καταλαβαίνω ότι είσαι αναστατωμένη αλλά υπάρχουν και όρια’.
‘Αυτά τα ξεπεράσατε όλοι σας. Μην μου μιλάς λοιπόν για όρια. Το αστείο είναι ότι άφησαν εσένα να βγάλεις το φίδι απ’ την τρύπα’.
‘Ε, δεν είναι έτσι ακριβώς τα πράγματα. Ο σκοπός ήταν να γυρίσουμε πίσω όλοι μαζί. Αν και η Μίνα μας είχε προειδοποιήσει …’
‘Και παρόλα αυτά εσύ επέμενες …’
‘Μπροστά σε ένα χαρμόσυνο γεγονός …’
‘Χαρμόσυνο;’ Αυτό έπρεπε να το σκεφτείς κι απ’ τη δική μου πλευρά’. Ξαφνικά αισθάνθηκα μια κούραση να διαπερνά το κορμί μου, μια επιθυμία να ξαπλώσω μεσ’ την ησυχία της ερήμου και να κοιμηθώ. Ήταν ανώφελο να κουβεντιάσω άλλο με τον Λέναρντ. Θα είχα πλέον τη δυνατότητα να το κάνω πολλές φορές στη ζωή μου. Τον καληνύχτισα ψυχρά και χώθηκα μέσα στον υπνόσακό μου χωρίς να τον βοηθήσω στο μάζεμα.
Θυμός που δεν με υπολόγισε κανείς, ούτε καν ο άντρας μου. Θυμός και πάλι με τον ίδιο μου τον εαυτό που είχε βάλει με το νου του μέχρι και ερωτικές περιπτύξεις με τον μέλλοντα γαμπρό μου. Αυτές οι σκέψεις με ξύπνησαν λίγο πριν ο ήλιος αρχίσει και πάλι να ανεβαίνει. Ο Λέναρντ καθόταν ήδη έξω, στην ίδια θέση που βρισκόταν το προηγούμενο βράδυ λες και δεν είχε κουνηθεί ούτε εκατοστό από κει. Μόλις με είδε έπιασε να μου μιλάει για τη Μίνα και την ξαφνική γνωριμία τους.
‘Θα σε παρακαλούσα να μην μου πεις τίποτα τώρα. Θέλω να γυρίσω πίσω το συντομότερο δυνατό και να τ’ ακούσω απ’ την κόρη μου’.
‘Μου φαίνεται ότι με έχεις παρεξηγήσει’.
‘Μπα, όχι. Δεν έχω προλάβει. Απλά δεν έχω κέφι για κουβέντα. Ας μαζέψουμε τη σκηνή να φύγουμε. Το μεσημέρι πρέπει να ’μαστε στο ξενοδοχείο’.
Και, ναι, το μεσημέρι βρέθηκα σε ένα πολυτελές δωμάτιο να μουλιάζω σε μια μπανιέρα ξέροντας ότι σε λίγη ώρα θα συναντιόμασταν όλοι για να γευματίσουμε στην κλιματιζόμενη τραπεζαρία που βρισκόταν δίπλα στην είσοδο του κτιρίου. Ο Μιχάλης βρισκόταν πίσω απ’ την πόρτα εξηγώντας μου τ’ ανεξήγητα. Μετά από λίγο έφυγε για να συναντήσει τους υπόλοιπους. Αλλά το ίδιο έκανα κι εγώ αφού ντύθηκα, μάζεψα τα πράγματα μου και κατευθύνθηκα στο αεροδρόμιο με το πρώτο ταξί που βρήκα έξω απ’ το ξενοδοχείο. Καθώς το αεροπλάνο άφηνε το έδαφος και ανέβαινε να συναντήσει μια ομάδα από κατάλευκα σύννεφα, μια σκέψη πέρασε απ’ το μυαλό μου. Κι αν ήταν όλα αυτά ένα κακό όνειρο;
Γύρισα στο σπίτι. Ήπια ένα μπουκάλι κρασί κι έκατσα να γράψω αυτά που σκεφτόμουν ενώ βρισκόμουν στους αιθέρες. Ίσως τα γεγονότα να ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Ίσως να ήταν απλά η αφορμή για να παραδεχτώ τον εαυτό μου. Στο σημείωμα αποχαιρετούσα τον Μιχάλη και την κόρη μου. Έφευγα για ένα ακόμη ταξίδι πριν ακόμη καλά καλά γυρίσω. Μονάχα που αυτή τη φορά χάθηκα στον κόσμο και δεν ξέρω πια πότε η ανάγκη και η νοσταλγία θα με πείσουν για να επιστρέψω.


Σχόλια