Η αδελφή μου - διήγημα



Κλείστηκα μέσα. Πως μου συνέβη εμένα αυτό; Αφού είμαι σε θέση να εκτελώ διάφορες εργασίες ταυτόχρονα. Και να θυμάμαι τι φορούσα πριν πέντε χρόνια την ώρα που το πλοίο έφευγε και σε αποχαιρετούσα στην αποβάθρα ενώ ο ήλιος έκαιγε το κεφάλι μου γιατί δεν φόραγα καπέλο. Αλλά και καπέλο να φόραγα, ο ιδρώτας θα έτρεχε στα μάτια μου και θα δάκρυζα από το τσούξιμο που θα μου προκαλούσε μια και μισή σταγόνα. Το θέμα όμως δεν είναι αυτό. Ας μην μακρηγορώ άλλο ή ας μακρηγορώ γιατί θεωρητικά έχω πολύ χρόνο μπροστά μου. Μέχρι να ξημερώσει. Και να ’ρθει κάποιος να καθαρίσει. Και να μου ανοίξει να βγω γιατί έχω κλειστεί μέσα. Έχω όμως;
Η αλήθεια είναι πως κλείστηκα μέσα γιατί με πήρε ο ύπνος στις τουαλέτες. Ο ένας λόγος που χρειάζεται για το κακό; Ωραία. Και πως με πήρε ο ύπνος σε ένα βρομερό δωματιάκι ένα επί ένα, όπου σιχαίνεσαι να ακουμπήσεις οτιδήποτε με οτιδήποτε δικό σου; Που μπαίνεις για να κάνεις την ανάγκη σου, κοινώς να αδειάσεις την κύστη σου διότι για το άλλο δεν το συζητάς εκτός κι αν δεν κρατιέσαι; Όσο καθαρά κι αν είναι, πάλι θα βρομάει. Και σε ένα μπαρ συνοικιακό, καθώς πρέπει, με καλαίσθητη διακόσμηση – δεν πάω όπου κι όπου, ας σημειωθεί αυτό – οι πιθανότητες δεν είναι συνήθως με το μέρος σου. Κι ας είσαι σχεδόν κολλητή με τους ιδιοκτήτες ή/και υπαλλήλους όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση είμαι εγώ. Αλλά: Έχω τελικά κλειστεί μέσα ή όχι;
Ναι. Έχω. Νομίζω όμως ότι μου συμβαίνει διότι το επιλέγω. Για σκέψου: κατάφερες να σε πάρει ο ύπνος και να μην σε σηκώσει παρά μόνο όταν τα φώτα έκλεισαν, οι πόρτες κλειδώθηκαν, τα ρολά κατέβηκαν και πριν απ’ όλα αυτά κανείς βρε διάολε, δεν μπήκε στο μπάνιο να καθαρίσει ή έστω να ελέγξει. Το κατάφερες. Κι έπειτα; Κινητό δεν έχεις; Όχι, τ’ άφησα σπίτι για να μην με παίρνει η αδελφή μου και με ενοχλεί – έχετε αδερφή; αδερφό; και να ’χετε σίγουρα δεν έχουμε την ίδια – δεν την αντέχω. Τηλέφωνο το μαγαζί δεν έχει; Ένα αριθμό που θα καλέσεις σε περίπτωση ανάγκης; Δεν πρόκειται να ψάξω τον τηλεφωνικό κατάλογο που βρίσκεται δίπλα στο ταμείο. Προτιμώ να μείνω εδώ απόψε. Για αυτό και θεωρώ ότι η επιλογή είναι δική μου. Ήπια αρκετά, έγινα σχεδόν τύφλα. Συνήθως με παίρνει ο ύπνος πάνω στην μπάρα ή στο τραπέζι αν κάθομαι μπροστά σε ένα. Σήμερα όλως περιέργως μου συνέβη στην τουαλέτα. Ξύπνησα καθισμένη πάνω στο καπάκι – πάλι καλά που υπήρχε και τέτοιο – και φαντάζομαι πως θα πρέπει να είχα ακουμπήσει στο χώρισμα, με τον αγκώνα μου να αναπαύεται σε εκείνο το μεταλλικό σκέπαστρο που από κάτω του βρίσκεται καμιά φορά το χαρτί υγείας. Στόλισα και την περιοχή γύρω από την λεκάνη με ξερατά, σαν γκέκας που κατουράει δέντρο για να δηλώσει παρουσία στα άλλα σκυλιά της γειτονιάς.
Εκτός λοιπόν απ’ την αδελφή μου που δεν είναι δα και μικρός ο λόγος για να μην θέλω να επιστρέψω σπίτι μου … Προσοχή: εδώ έχει εμφανιστεί δεύτερος λόγος, ο πρώτος ήταν ο ύπνος. Πιο κάτω θα μας προκύψει και ο τρίτος. Συν του ότι ο λόγος μπορεί να είναι και αιτία και το αντίστροφο αν υποθέσουμε ότι δεν υπάρχει διαφοροποίηση στην έννοια. Είχα παρατηρήσει λοιπόν, όταν ήμουν ακόμη νηφάλια, τη στιγμή που είχα μόλις φθάσει στο μπαρ και περνούσα την είσοδο με το χαμόγελο έτοιμο για να χαιρετήσω φίλους, εκείνο το μηχάνημα που εκ πρώτης όψεως μου θύμισε το αντίστοιχο για παραλαβή αποκόμματος με νούμερο προτεραιότητας στην τράπεζα, ή το ταχυδρομείο ή ακόμα και το χασάπικο, αν και στο τελευταίο είναι πολύ μικρότερο και βρίσκεται σχεδόν πάνω απ’ το κεφάλι μου ενώ στα άλλα είναι ένας μακρόστενος πύργος με δυο σχισμές και ισάριθμα κουμπιά (ταχυδρομείο) που μου φτάνει μέχρι τη μέση. Το μηχάνημα αυτό όμως που δούλευε όπως σωστά υπέθεσα με χαρτοταινία, δεν είχε καμία σχέση με τη λειτουργία των άλλων. Είχε μια σχισμή από την οποία ξέρναγε τυπωμένο μελάνι με ιστορίες. Και τρία κουμπιά. Το καθένα από αυτά αντιστοιχούσε στη διάρκεια του κάθε κειμένου. Το πρώτο σε ιστορίες του λεπτού. Το δεύτερο των τριών και το τρίτο των πέντε λεπτών. Ιστορίες κατά χρονική παραγγελία από ένα μηχάνημα. Μια εντελώς διαφορετική προσέγγιση στη λογοτεχνία αλλά και την ίδια την ανάγνωση.
Η ώρα ήταν τέσσερις και τέταρτο τα ξημερώματα. Κατά πάσα πιθανότητα το μπαρ που λειτουργούσε και σαν καφέ το πρωί, θα άνοιγε και πάλι γύρω στις οκτώ, δηλαδή επτά αν υπολογίσει κανείς και την προετοιμασία – καθαρισμό, τροφοδοσία, παρασκευή γευμάτων … Είχα λοιπόν τρεις ώρες στη διάθεσή μου για να ξετινάξω το μηχάνημα, να σωθεί και να ξανασωθεί η ταινία - θα έψαχνα οσονούπω για τα ανταλλακτικά ρολά – και να μπλέξω στο κεφάλι μου καμιά πενηνταριά ιστορίες. Εδώ θα πρέπει να τονίσω ότι δεν τα πάω καλά με τα μαθηματικά και δεν μπορώ να κάτσω να υπολογίσω πόσες από ένα λεπτό, από τρία κι από πέντε συνδυαστικά θα προκύψουν στο τρίωρο συνυπολογίζοντας και μικρά διαλείμματα, όπως επίσης και ενδεχόμενη αδυναμία συγκέντρωσης λόγω κόπωσης και ναυτίας από το αλκοόλ. Μήπως να έφτιαχνα ένα καφέ με κίνδυνο να απολέσω πολύτιμα λεπτά ανάγνωσης; Κι όμως μου φαινόταν καλή ιδέα, η καφεΐνη θα βοηθούσε. Εξάλλου μπορεί το μηχάνημα να έκανε κάποιους κύκλους και να επαναλάμβανε τις ιστορίες. Οπότε ο ελεύθερος μου χρόνος να ήταν πολύ περισσότερος. Αν κι εδώ που τα λέμε αυτή η προοπτική δεν με συνάρπαζε και μου χάλαγε την πρωτοτυπία του όλου εγχειρήματος. Πρωτοτυπία, να εξηγούμαστε, για την αφεντιά μου. Όσοι το έχουν ήδη πράξει, ας μην διαβάσουν παρακάτω.
Έβαλα λοιπόν μια διπλή δόση φρεσκοαλεσμένου καφέ – κάθε τι που έχει κουμπί το μαθαίνεις αργά ή γρήγορα, κι αν είσαι παρατηρητικός, σαφώς γρήγορα– στην μηχανή κι έφτιαξα ένα υπέροχο εσπρέσο με μια κοφτή κουταλιά καστανής ζάχαρης. Μάλιστα έγινε τόσο αρωματικός και εύγευστος που  λίγο έλλειψε να αναβάλλω την ενασχόληση με το λογοτεχνικό ρομποτάκι έχοντας κατά νου να ετοιμάσω κι ένα δεύτερο. Να τους συνοδέψω με μερικά στριφτά τσιγάρα, να βάλω μουσική και να απολαύσω ένα άδειο μαγαζί για την πάρτη μου. Αντ’ αυτού, κέρδισε και πάλι η περιέργεια. Το δάχτυλο μου σαν να τεντώθηκε όπως η ξύλινη μύτη του Πινόκιο και να με τράβηξε στο κουτί για να πατήσω για πρώτη φορά το κόμβιον του λεπτού. Κι η πρώτη ιστορία πρέπει να ήταν κάπως έτσι. Δηλαδή, για ένα σπίτι στα βουνά και τα λαγκάδια, μια γυναίκα μόνη δίχως οικογένεια που είχε χάσει τον άντρα της σε ένα ατύχημα – κι όμως, είχε πέσει στο πηγάδι – και μες την μοναξιά και τη λύπη εμφανίστηκε ένας άνθρωπος της πόλης, που το αυτοκίνητό του έπαθε μια βλάβη λίγο πιο κάτω και ζητούσε ένα μέρος για να περάσει τη νύχτα μια και η οδική βοήθεια απέκλεισε το ενδεχόμενο να τον εξυπηρετήσει πριν το επόμενο πρωινό. Και εγέννετο έρωτας. Οποία πρωτοτυπία. Αν και οι υπόλοιπες ιστορίες ήταν ανάλογης ποιότητας και με δεδομένη την ποσότητα καφεΐνης που κυλούσε στο αίμα μου, μάλλον θα επέστρεφα στο planA με τα τσιγάρα, τη μουσικούλα και το χάνομαι γιατί ρεμβάζω.
Πάτησα το κόμβιον των τριών λεπτών, τούτη τη φορά κάπως εκνευρισμένη, σχεδόν έτοιμη να πλήξω με σθεναρό λάκτισμα μια από τις πλευρές του κουτιού σε περίπτωση που λάμβανα εκ νέου μια γραπτή απογοήτευση. Στην ιστορία νούμερο δυο λοιπόν, ξεκινούσε ένας διάλογος μεταξύ δυο χορευτριών κατά τη διάρκεια του διαλείμματος μιας παράστασης, όπου στην αρχή του (διαλόγου) η μια εκ των δυο επέπληττε την άλλη σχετικά με την πλημμελή εκτέλεση τμήματος της (παράστασης) και η άλλη της απαντούσε αποδίδοντας την κακή απόδοσή της στην αναπάντεχη ανακάλυψη της μεταξύ τους συγγένειας. Οι δυο χορεύτριες είχαν ερωτική σχέση αλλά συνέβαινε να είναι και αδελφές. Η ιστορία θα μπορούσε να κλείσει με μια αυτοκτονία σκέφτηκα ενώ το ρολό με το μαύρο μελάνι τυλίγονταν στα κάτω δάκτυλα του δεξιού μου χεριού και παρόλο που τελικά αυτό συνέβη, τη θεώρησα καλή και πίνοντας μια γουλίτσα εσπρέσο, πίεσα το κουμπί σαν υπάκουο παιδάκι που νομίζει ότι με την πράξη του θα κερδίσει την εύνοια της μητέρας του έτσι ώστε να ξεχάσει για την ώρα τη ζημιά που είχε κάνει και να του αγοράσει το γλειφιτζούρι που είχε βάλει στο μάτι εδώ και αρκετά λεπτά ενόσω εκείνη ωρυότανε. Και εκεί που ακουμπούσα αυτό που αντιστοιχούσε στην τρίλεπτη επιλογή, σταμάτησα απότομα. Έπιασα το ρολό με την ιστορία που μόλις είχε γλιστρήσει από το χέρι μου και ξαναδιάβασα το τέλος. Σήκωσα το κεφάλι και κοίταξα έξω, στο δρόμο που φωτίζονταν από μια ασθενική λάμπα κάπου ψηλά, σε ένα στύλο που φυτεύτηκε στο έδαφος την δεκαετία του πενήντα, και παρόλο που έφτασα μέχρι το σημείο να τοποθετήσω χρονικά το στοιχείο που δέσποζε στον περιβάλλοντα χώρο τουλάχιστον εκείνο το λεπτό, η σκέψη μου έτρεξε στη δική μου αδελφή. Γιατί βρε αδερφέ – κι όχι αδελφή -  η βασική αιτία της παραμονής μου ήταν εκείνη. Κι ας έχω βαλθεί να βαράω τα κουμπιά για να διαβάσω ιστοριούλες, τη στιγμή που μια δυο θα αρκούσαν για να ξεδιψάσουν την περιέργεια μου. Μπαρμπούτσαλα έγραφα σε εκείνες τις σειρούλες πιο πάνω. Δεν μπορεί ένα κουτί με κειμενάκια να υπερκεράσει το φλέγον ζήτημα με την αδελφή μου. Την αυτοκτόνησα λοιπόν μέσα σε δευτερόλεπτα που αθροιζόμενα δεν θα ξεπερνούσαν τα τρία λεπτά – όσα και η εν προκειμένω ιστορία, τυχαίο; - αν και ευθύς αμέσως η χαρά μου τράπηκε εις άτακτον φυγήν διότι: πρώτον βλάπτω μόνο κουνούπια κι ενίοτε κατσαρίδες αν εκείνη την ώρα δεν παρευρίσκεται ικανό αρσενικό στο χώρο – και δεύτερον υποθέτοντας πως για αυτοκτονία θα επρόκειτο και ουχί για δολοφονία, η ίδια, η αδελφή μου ντε! , δεν θα το επιχειρούσε ποτέ.
Α! Ύστερα από αυτό το διάλειμμα επανήλθα στο μηχάνημα αν και πολύ θα ήθελα να κάτσω και να σκεφτώ πως θα μπορούσα στη μικρή μου τη ζωή να ξεφύγω από εκείνη. Φυγόπονη είμαι.
Πάτησα εν τέλει το κουμπί της πεντάλεπτης ιστορίας και μου βγήκε ένα πορνογραφικό διηγηματάκι το οποίο αν έσκαγε μύτη σε αντίστοιχο μηχάνημα τοποθετημένο σε κυλικείο κατηχητικού … Κυλικείο κατηχητικού: Πουλάει κόλλυβα, ελεεινά τσουρεκάκια που σε ξεκάνουν από καούρα, Αγία Κοινωνία και άρτο αυτής. Αν ξεγλιστρούσε λοιπόν σε κάποιο ‘πιστό’ χέρι θα αφορίζονταν μέχρι και η κατασκευάστρια εταιρία στα βάθη της Κίνας. Το ωραίο όμως μ’ αυτή την ιστορία ήταν πως οι ερωτικές σκηνές πέρναγαν σε δεύτερο πλάνο παρόλο που έβριθαν λεπτομερέστατων περιγραφών διότι οι ήρωες πριν, κατά τη διάρκεια αλλά και μετά έκαναν τρομερές γκάφες που μου έφερναν δάκρυα απ’ τα γέλια. Κι αυτό ίσως περισσότερο επειδή είχα στο μυαλό μου ακόμα εκείνο το κυλικείο στο κατηχητικό και τα μούτρα κάποιου ιερέα που θα προσπαθούσαν να μην συσπαστούν από το κωμικό της υπόθεσης και συνάμα να μην κοκκινίσουν από τις περιγραφές. Αλλά αρκετά με τους ιερείς. Υπήρχε κάποιος τον οποίο στην αρχή πέρασα για σκιά και μετά αναρωτήθηκα αν η σκιά δύναται να μην ανήκει σε κανένα και ως τέτοια να μην με απασχολεί περαιτέρω. Η σκιά έκρυβε αυτόν που την έριχνε στο πεζοδρόμιο. Σε λίγο βγήκε από αυτήν, κοινώς την έριξε πίσω του για να μην την βλέπω, ο Ι., συνιδιοκτήτης του μαγαζιού. Είχε έρθει να μου ανοίξει και να με σώσει; Το μεταλλικό ρολό διπλώθηκε με κάτι ανατριχιαστικούς θορύβους που θύμιζαν κακοφτιαγμένα θρίλερ της δεκαετίας του ογδόντα στα οποία άξιζαν μια δυο σκηνές σε ολόκληρη την ταινία, η πόρτα άνοιξε κι εγώ δεν κρατήθηκα και τον ρώτησα: ‘Σ’ έστειλε η αδελφή μου, ε;’ ‘Τι γυρεύεις εσύ εδώ;’ μου είπε λες και μόλις είχα ξεγλιστρήσει στο εσωτερικό του μπαρ παρακάμπτοντας κάθε μέτρο ασφάλειας σαν να μην συνέβαινε τίποτα. ‘Το ίδιο θα σε ρώταγα κι εγώ αλλά μου ’ρθε πρώτα η εικόνα εκείνης’.
‘Αν σου πω ότι δεν τη θυμάμαι. Παίζει να μην την έχω καν γνωρίσει’ μου είπε.
‘Δεν παίζει, την έχεις. Αλλά γιατί γύρισες, δε μου πες’
‘Ναι, καλή ερώτηση, δε λέω, αλλά … δεεεν μπορώ να σου απαντήσω’
‘Καλά’ του είπα ‘εμένα πάντως με πήρε ο ύπνος στην τουαλέτα, ήμουν ψιλοτύφλα από ώρα και κλείστηκα μέσα’. Κι αφού ο διάλογος συνεχίσθηκε με συνήθη ερωτήματα του τύπου ‘γιατί δε μας πήρες’ και απαντήσεις ανάλογες του τύπου ‘διότι δεν ήθελα’ και φτάσαμε στο επίμαχο κουτί με τις ιστορίες, ο Ι. γούρλωσε τα μάτια του και μου είπε: ‘και θα κάτσεις μέχρι το πρωί να τις διαβάσεις όλες;’. Εδώ που τα λέμε σκέφθηκα, ο λόγος για τον οποίο θα τις διάβαζα ήταν η αδελφή μου. Ήθελα πάση θυσία να βρεθώ μακριά της.
Βρισκόμουν. Και τώρα είχα και τον Ι. Μήπως θα ήθελε να τις διαβάσουμε μαζί ή να πιούμε παρέα μέχρι το ξημέρωμα, ακούγοντας παλιά καλή ροκ μουσική; Κι έτσι, καθώς θα περνούσε η ώρα, να μου αποκάλυπτε τον λόγο για τον οποίο είχε επιστρέψει στο μπαρ που – οποία σύμπτωση – να είχε σχέση με την αδελφή μου;


 Υ.Γ. 'Η αδελφή μου' πρωτοδημοσιεύτηκε στο Fractal.


Σχόλια